-
1 προέδρα
προέδρ-α, ἡ,2 = principatus, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προέδρα
-
2 προεδρεύω
A to be πρόεδρος, act as president, Arist.Ath.44.3;φυλὴ ἥτις προεδρεύσει Aeschin.1.33
;π. τῆς βουλῆς D.22.9
;τοῖς ἐναντία τοῖς νόμοις προεδρεύουσι Hyp.Phil.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεδρεύω
-
3 προεδρία
A privilege of the front seats at public games, in theatres, in the public assemblies, bestowed as an honour on distinguished foreigners,ἀτελείη καὶ π. Hdt.1.54
, 9.73, cf. Ar.Th. 834, X.Vect.3.4(pl.), Decr.Byz. ap. D.18.91; προεδρίην [pron. full] [ῑ] e)n a)gw=sin a)/roito Xenoph.2.7; on ambassadors, Aeschin.3.76; on citizens who had deserved well of their country, and (sometimes) on their descendants, Ar.Eq. 575, 702; freq. in Inscrr.,π. ἐν τῷ θεάτρῳ IG22.1214.19
, cf. SIG1003.13 (Priene, ii B.C.), etc.;π. τῶν ἀγώνων Pl.Lg. 881b
; προεδρίαι ἐν ταῖς πανηγύρεσι ib. 946e: hence, generally, authority,εἰσὶν ἐν π. Arist.Pol. 1292a9
; precedence, place,π. ἀπονέμεσθαί τινι Hdn.1.8.4
;ἐκστῆναι τῆς π. Plu.2.535b
: in pl., Arist.Rh. 1361a35: metaph.,τὸν αὐλὸν εἰς τιμὴν καὶ π. ἄγοντες Plu.Pel.19
; προεδρίας ἐτυγχάνομεν we received attention, respectful treatment, PSI4.380.3 (iii B.C.), cf. Sammelb.5942.12 (iii B.C.); later, care, (ii A.D.);π. τῆς κοιλίης Aret.CD1.3
.2 in concrete sense, front seat, Δαρεῖον ἐν π. κατήμενον on a chair of state, Hdt.4.88;ἐν τοῖσι ἀγῶσι π. ἐξαιρέτους Id.6.57
;ἐς τὴν π. πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται Ar.Ach.42
: esp., at Athens, seats of the πρυτάνεις in the Ecclesia,ἡ π. τῶν πρυτάνεων Din.2.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεδρία
-
4 προεδρικὴ
προεδρ-ικὴ γραφή, impeachmentGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεδρικὴ
-
5 πρόεδρος
πρόεδρ-ος, ὁ,A one who sits in the first place, president, Th.8.67; , cf. PPetr.3p.44(iii B.C.): metaph.,ὁ τῆς μαντείας π. ἀετός Arist.HA 601b2
.II at Athens, in pl., presiding officers of the βουλή or ἐκκλησία, Lex ap. D.24.21, Aeschin.2.65, Arist.Ath.44.2;οἱ λαχόντες π. IG22.779.11
, 1227.23, al.;τοὺς π. οἳ ἂν λάχωσι προεδρεύειν SIG158.5
(iv B.C.), etc.; similar officers at Mytilene, Th.3.25;ὁ τῶν Αἰτωλῶν π. App.Mac.9.1
;μέλλοντος τοῦ π. τὸν δῆμον ἐπερωτᾶν Plu.Arist.3
, cf.ἐπιψηφίζω 1.2
; π. Ἑρμοῦ πόλεως city councillors of Hermupolis, BGU 1027 i 10(iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόεδρος
См. также в других словарях:
-λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι … Dictionary of Greek
προεδριλίκι — το, Ν (με ειρωνική σημ.) το αξίωμα τού προέδρου («ὁλοι θέλουν το προεδριλίκι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόεδρ ος + κατάλ. (ι)λίκι* (πρβλ. καπεταν ιλίκι, υπουργ ιλίκι)] … Dictionary of Greek
πρόεδρος — ο, η / πρόεδρος, ον, ΝΜΑ θηλ. και προεδρίνα Ν άτομο που προΐσταται σε μια συνέλευση ή σε άλλο σώμα (α. «πρόεδρος σωματείου» β. «πρόεδρος τής Βουλής» γ. «τοὺς προέδρους οἳ ἂν λάχωσι προεδρεύειν», επιγρ.) νεοελλ. 1. αρχηγός πολιτικού κόμματος 2. φρ … Dictionary of Greek