Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κηρίνῃ

См. также в других словарях:

  • κηρίνη — η (ΑΜ κηρίνη) βλ. κήρινος …   Dictionary of Greek

  • κηρίνη — κήρινος waxen fem nom/voc sg (attic epic ionic) κηρίνη plaster fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίνῃ — κήρινος waxen fem dat sg (attic epic ionic) κηρίνη plaster fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήρινος — και κέρινος, η, ο και κερένιος, ια, ιο (ΑΜ κήρινος, ίνη, ον) [κηρός] 1. ο κατασκευασμένος από κερί 2. αυτός που έχει το χρώμα τού κεριού, ωχρός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κηρίνη ουσία που εξάγεται από τον κηρό μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • κηρίνας — κηρίνᾱς , κήρινος waxen fem acc pl κηρίνᾱς , κήρινος waxen fem gen sg (doric aeolic) κηρίνᾱς , κηρίνη plaster fem acc pl κηρίνᾱς , κηρίνη plaster fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Don-Kaulbarsch — Systematik Stachelflosser (Acanthopterygii) Barschverwandte (Percomorpha) Ordnung: Barschartige (Perciformes) Familie: Echte Barsch …   Deutsch Wikipedia

  • κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… …   Dictionary of Greek

  • κηρίναι — κηρίνᾱͅ , κήρινος waxen fem dat sg (doric aeolic) κηρίνᾱͅ , κηρίνη plaster fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίναν — κηρίνᾱν , κήρινος waxen fem acc sg (doric aeolic) κηρίνᾱν , κηρίνη plaster fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίνην — κήρινος waxen fem acc sg (attic epic ionic) κηρίνη plaster fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήριναι — κήρινος waxen fem nom/voc pl κηρίνη plaster fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»