Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κεδρίς

См. также в других словарях:

  • κεδρίς — κεδρίς, ἡ (Α) [κέδρος] 1. καρπός τής κεδρελάτης 2. καρπός τού φυτού άρκευθος 3. το φυτό άρκευθος …   Dictionary of Greek

  • κεδρίς — fruit of fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίδα — κεδρίς fruit of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίδας — κεδρίς fruit of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίδες — κεδρίς fruit of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίδος — κεδρίς fruit of fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίδων — κεδρίς fruit of fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίσι — κεδρίς fruit of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίσιν — κεδρίς fruit of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • cédride — ► sustantivo femenino BOTÁNICA Fruto del cedro, como una piña pequeña con escamas apretadas. * * * cédride (del lat. «cedris, ĭdis», del gr. «kedrís») f. Piña del cedro. * * * cédride. (Del lat. cedris, ĭdis, y este del gr. κεδρίς). f. Fruto del… …   Enciclopedia Universal

  • ασταφίς — ἀσταφίς και ὀσταφίς και σταφίς, η (Α) 1. η σταφίδα 2. το κρασί που παρασκευάζεται από σταφίδα, ο σταφιδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλοι τ. οσταφίς (σπάνιος) και σταφίς (Ιπποκρ., θεόκρ.) από τους οποίους ο τ. ασταφίς (Ιων.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»