-
1 δάφνινος
-
2 δαφνινος
-
3 δάφνινος
δάφνινοςmade of bay: masc nom sg -
4 δάφνινος
-
5 δάφνινος
η, ο [ίνη, ον] лавровый;δάφνινος στέφανος — лавровый венок
-
6 δάφνινος
[дафнинос] εκ. лавровый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δάφνινος
-
7 δάφνινος
[дафнинос] επ лавровый. -
8 δάφνινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάφνινος
-
9 δάφνινος
defne(...), defneden! -
10 δαφνίνη
δάφνινοςmade of bay: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————δάφνινοςmade of bay: fem dat sg (attic epic ionic) -
11 δαφνίνων
δάφνινοςmade of bay: fem gen plδάφνινοςmade of bay: masc /neut gen pl -
12 δάφνινον
δάφνινοςmade of bay: masc acc sgδάφνινοςmade of bay: neut nom /voc /acc sg -
13 δαφνίνην
δάφνινοςmade of bay: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 δαφνίνης
δάφνινοςmade of bay: fem gen sg (attic epic ionic) -
15 δαφνίνοις
δάφνινοςmade of bay: masc /neut dat pl -
16 δαφνίνου
δάφνινοςmade of bay: masc /neut gen sg -
17 δάφνινα
δάφνινοςmade of bay: neut nom /voc /acc pl -
18 лавровый
лавровый δάφνινος; \лавровый венок το δάφνινο στεφάνι· \лавровый лист το δαφνόφυλλο* * *лавро́вый вено́к — το δάφνινο στεφάνι
лавро́вый лист — το δαφνόφυλλο
-
19 δαφνίνας
δαφνίνᾱς, δάφνινοςmade of bay: fem acc plδαφνίνᾱς, δάφνινοςmade of bay: fem gen sg (doric aeolic) -
20 лавровый
лавровыйприл δάφνινος, ἀπό δάφνες, ἐκ δάφνης:лавровое дерево ἡ δάφνη· лавровый венок στεφάνι ἀπό δάφνες, ὁ δαφνοστέφανος' лавровый лист τό δαφ-νόφυλλο[ν].
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δάφνινος, -η, -ο — δάφνινος, η, ο, φτιαγμένος από φύλλα δάφνης: Στο ηρώο, σε κάθε εθνική γιορτή, γίνεται κατάθεση δάφνινου στεφανιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δάφνινος — made of bay masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνινος — η, ο (AM δάφνινος, η, ον) [δάφνη] 1. αυτός που ανήκει στη δάφνη («δάφνινα κλαδιά», «δάφνινος ὅρπηξ») 2. καμωμένος από δάφνη («δάφνινο στεφάνι», «δάφνινον ἔλαιον») αρχ. το ουδ. ως ουσ. δάφνινον, το χρώμα σαν τα φύλλα τής δάφνης … Dictionary of Greek
δαφνίνων — δάφνινος made of bay fem gen pl δάφνινος made of bay masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνινον — δάφνινος made of bay masc acc sg δάφνινος made of bay neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνίνη — δάφνινος made of bay fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνίνην — δάφνινος made of bay fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνίνης — δάφνινος made of bay fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνίνοις — δάφνινος made of bay masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνίνου — δάφνινος made of bay masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνίνῃ — δάφνινος made of bay fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)