-
1 κεφαλις
-
2 κεφαλίς
-
3 κεφαλίς
κεφαλίςlittle head: fem nom sg -
4 κεφαλίς
-
5 κεφαλίς
κεφαλίς, ίδος, ἡ (in var. mngs. Aristot. et al.; PCol IV, 108, 1 [III B.C.]; PLond III, verso 755, 6 p. 222 [IV A.D.]; LXX; EpArist 68; Philo, Mos. 2, 77; Jos., Ant. 12, 73 [after EpArist]) dim. of κεφαλή, lit. ‘little head’, in our lit. only once, modelled after the OT (Ezk 2:9) and in a quot. fr. Ps 39:8 κ. βιβλίου roll of a book (s. TBirt, RhM n.s. 62, 1907, 488; VGardthausen, Griech. Paläographie2 I 1911, 141) Hb 10:7.—DELG s.v. κεφαλή. M-M.—OMichel, KEK ’75, 337. -
6 κεφαλίς
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κεφαλίς
-
7 κεφαλίς
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κεφαλίς
-
8 κεφαλίς
свиток, том (о книге).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κεφαλίς
-
9 κεφαλίς
-
10 κεφαλίς
A little head,σκορόδου Luc.DMeretr.14.3
; head of a nail, Ath.11.488c; extremity,τῶν σκυταλίδων Antyll.
ap. Orib.44.23.74.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλίς
-
11 παρ-εγ-κεφαλίς
παρ-εγ-κεφαλίς, ίδος, ἡ, das kleine Gehirn, eigtl. Nebengehirn, Arist. H. A. 1, 16 u. sp. Medic.
-
12 ἐγ-κεφαλίς
ἐγ-κεφαλίς, ίδος, ἡ, das kleine Gehirn, Poll. 2, 226. 234.
-
13 κεφαλίδα
κεφαλίςlittle head: fem acc sg -
14 κεφαλίδας
κεφαλίςlittle head: fem acc pl -
15 κεφαλίδες
κεφαλίςlittle head: fem nom /voc pl -
16 κεφαλίδι
κεφαλίςlittle head: fem dat sg -
17 κεφαλίδος
κεφαλίςlittle head: fem gen sg -
18 κεφαλίδων
κεφαλίςlittle head: fem gen pl -
19 κεφαλίσι
κεφαλίςlittle head: fem dat pl -
20 κεφαλίσιν
κεφαλίςlittle head: fem dat pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κεφαλίς — κεφαλίς, ίδος, ἡ (ΑΜ) βλ. κεφαλίδα … Dictionary of Greek
κεφαλίς — little head fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίδα — κεφαλίς little head fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίδας — κεφαλίς little head fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίδες — κεφαλίς little head fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίδι — κεφαλίς little head fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίδος — κεφαλίς little head fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίδων — κεφαλίς little head fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίσι — κεφαλίς little head fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίσιν — κεφαλίς little head fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίδα — η (ΑΜ κεφαλίς, ίδος) μικρό κεφάλι, κεφαλάκι («κεφαλίδας ἥλων», Αθήν.) νεοελλ. 1. ο τίτλος εντύπου ή κεφαλαίου ο οποίος σε μερικά βιβλία αναγράφεται στην κορυφή κάθε σελίδας 2. ρητό ή απόφθεγμα που προτάσσεται σε βιβλίο ή σε κεφάλαιο βιβλίου,… … Dictionary of Greek