-
1 κατα-σφάζω
κατα-σφάζω u. κατασφάττω (s. σφάζω), abschlachten, tödten, morden; κατασφαγείσης πρὸς χερῶν μητροκτόνων Aesch. Eum. 102; ὡς ὁ Λάϊος κατασφαγείη Soph. O. R. 730; μητρὸς ἐκ χεροῖν κατασφαγείς Eur. Bacch. 856, öfter; Her. 8, 127; Xen. An. 4, 1, 23; Sp.
-
2 ἐπι-κατα-σφάζω
ἐπι-κατα-σφάζω u. - σφάττω (s. σφάζω), dabei, darüber schlachten, tödten, τῷ νεκρῷ, τῷ τύμβῳ, Her. 1, 45 u. Sp., wie Plut. Cleom. 37 Parthen. 10.
-
3 προ-κατα-σφάζω
προ-κατα-σφάζω, vorher tödten, App. Hisp. 12.
-
4 περι-κατα-σφάζω
περι-κατα-σφάζω, auch - σφάττω, darüber-, herumschlachten, περικατέσφαξαν αὐτοὺς περὶ τὸ Σπενδίου σῶμα, Pol. 1, 86, 6.
-
5 ἐγ-κατα-σφάζω
ἐγ-κατα-σφάζω, darin schlachten; Plut. Dem. 31 τῷ κόλπῳ τὸν υἱόν.
-
6 σφάζω
Grammatical information: v.Meaning: `to slaughter (by cutting the throat), to kill, to sacrifice' (Il.).Other forms: - άττω (young-Att., anal. [Schwyzer 715]), - άδδω (Boeot.), aor. σφάξαι (Il.), pass. σφαγῆναι (IA. etc.), - χθῆναι (Pi., Hdt., E. in lyr. a.o.), fut. σφάξω (E. a.o.), pass. - γήσομαι (Att.), perf. midd. ἔσφαγμαι (Od.), act. ἔσφακα (late).Derivatives: 1. σφαγ-ή ( δια-, κατα-) f. `slaughter, killing; throat' (trag., Att. prose etc.) with - ῖτις ( φλέψ) `belonging to the throat (to the slaughter?)' (medic., Arist.; Redard 102), - εύς m. `slaughterer, sacrificial knife' (S., E., decrees ap. And., D. a.o.; Bosshardt 41). 2. - ιος `belonging to the slaughter, killing' (Hp., S. in lyr. a.o.); - ιον ( προ-), -mostly pl. - ια n. `victim, oblation, esp. before a battle' (IA.; Eitrem Symb. Oslo. 18,9ff.) with - ιάζομαι, - ιάζω `to slaughter, to sacrifice' (IA.), - ιασμός m. (E. in lyr., Plu. a.o.). 3. - ίς f. `slaughter-knife, sacrificial knife' (E. a.o.; also referring to σφαγή, Chantraine Form. 338) with - ίδιον (Suid.); but ἐπι-σφαγ-ίς `nape of the neck, where the axe strikes' and παρα-σφαγ-ίς `part next to the throat' (Poll.) Hypostases of σφαγή. 4. - εῖον n. `slaughtering-bowl, sacrificial bowl' (A., E., Ar., inscr.; from σφαγ-ή or - εύς?, cf. ἱερεῖον; on - ιον, - εῖον Schwyzer 470). 5. - ιστήριον = - εῖον (sch.). 6. σφάγμα n. `the killing' (sch.), futher only to the prefixed verbs, e.g. πρόσφαγ-μα (A., E. a.o.). 7. σφάκ-της m. `murderer' (late), in compp., e.g. καλαμο- σφάζω `one who kills with a pin' (Ph.), with - τικη μάχαιρα (Zonar.) 8. - τήρ m. `id.', only δια- σφάζω, χιμαρο- σφάζω (AP), - τρια f. `sacrificial priestess' (Ael.). 9. - τρον n. `sacrificial tax' (Palmyra IIp, Poll.). 10. - σφάξ, e.g. δια-σφάξ, - άγος f. `rip, split, chasm' (Hdt. a.o.). 11. - σφαγ-ία f., e.g. βοο- σφάζω `the killing of oxen' ( APl.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: The above regular system can be without difficulty be understood as a Greek creation from a primary verb σφάζω, σφάξαι or a noun σφαγ-. -- No agreement outside Greek. Untenable hypotheses are mentioned by Bq and WP. 2, 653 (after Prellwitz and Persson), also in Hofmann Et. Wb. (to Arm. spananem `kill'). Cf. φάσγανον. -- Furnée 300 connects φάσγανον as φασγ-\/ σφαγ-; hard to consider as certain.Page in Frisk: 2,825-826Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σφάζω
-
7 κατασφάζω
κατα-σφάζω u. κατασφάττω, abschlachten, töten, morden -
8 κατασφάττω
κατα-σφάζω u. κατασφάττω, abschlachten, töten, morden -
9 κατασφαζω
атт. κατασφάττω (aor. 2 pass. κατεσφάγην) зарезывать, закалывать, убивать Trag., Her., NT.ὁρῶντος τοῦ ἑτέρου κατεσφάγη Xen. — (один из двух пленников) был заколот на глазах у другого
-
10 ἐγκατασφάζω
-
11 ἐπικατασφάζω
ἐπι-κατα-σφάζω u. -σφάττω, dabei, darüber schlachten, töten -
12 ἐπικατασφάττω
ἐπι-κατα-σφάζω u. -σφάττω, dabei, darüber schlachten, töten -
13 περικατασφάζω
περι-κατα-σφάζω, darüber-, herumschlachten -
14 προκατασφάζω
См. также в других словарях:
σχάζω — ΝΜΑ, και σχάω ΜΑ ανοίγω σχισμή, κάνω εντομή νεοελλ. 1. (μτβ.) σχίζω στα δύο, διασπώ («τα επιταχυνόμενα σωματίδια σχάζουν τους πυρήνες τών βομβαρδιζόμενων πυρήνων») 2. (αμτθ.) α) ανοίγω στα δύο, σχίζομαι («τα σύκα άρχισαν να σχάζουν») β) ναυτ.… … Dictionary of Greek
καίνω — (Α) φονεύω, σφάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μια άποψη, το ρ. καίνω σχηματίστηκε υποχωρητικά και κατ απόσπασιν από το απρμφ. αορ. κατα κανεῑν, το οποίο προέκυψε ανομοιωματικά από το απρμφ. αορ. κατα κτανεῑν του ρ. κατακτείνω. Δεδομένης όμως τής παλαιότητας… … Dictionary of Greek
-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek
δαΐζω — (I) δαΐζω (Α) 1. διαχωρίζω, σχίζω στα δύο, χωρίζω 2. τεμαχίζω, σφάζω, φονεύω («δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας) 3. (για πόλεις) καταστρέφω, ερημώνω 4. (για τα μαλλιά) ξεριζώνω («χερσί κόμην ἤσχυνε δαΐζων») 5. βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι («ὥρμανε… … Dictionary of Greek
θεοσφαγία — θεοσφαγία, ἡ (AM) η αναίμακτη σφαγή τού Χριστού κατά τη θεία λειτουργία για μετάληψη τού σώματος και τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σφαγία (< σφάγος < σφάζω), πρβλ. χοιρο σφάγος > χοιρο σφαγία] … Dictionary of Greek
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
ταυροσφάγος — ον, Α αυτός που σφάζει ταύρους, ιδίως για θυσία ή αυτός κατά τη διάρκεια τού οποίου θυσιάζονται ταύροι («ταυροσφάγος ἡμέρα» ημέρα θυσιών, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + σφάγος (< σφάζω, πρβλ. σφαγή), πρβλ. χοιρο σφάγος] … Dictionary of Greek