Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατα-πρηνής

См. также в других словарях:

  • προπρηνής — ές, Α (επιτεταμένος τ. τού πρηνής) 1. αυτός που έχει το πρόσωπό του προς τα κάτω, προς τα εμπρός, ο πεσμένος μπρούμυτα 2. (η αιτ. ουδ. ως επίρρ.) προπρηνές προς τα εμπρός, μπρούμυτα 3. φρ. «φασγάνῳ προπρηνέϊ τύψας» αφού επέφερε άμεσο τραύμα.… …   Dictionary of Greek

  • καταπρηνής — καταπρηνής, ές (Α) 1. (στον Όμ. πάντοτε για το χέρι, όπως τό μεταχειριζόμαστε, με την παλάμη, για να χτυπήσουμε ή να πιάσουμε κάτι) στραμμένος προς τα κάτω, πρηνής* 2. (κατά τον Ησύχ.) «καταπρηνής κατωφερής» και «καταπρηνές κατά πρόσωπον, ἐπὶ… …   Dictionary of Greek

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • ημιπρηνής — ές 1. ο κατά το ήμισυ πρηνής 2. (γυμναστ.) «ημιπρηνής θέση» στήριξη τού σώματος στο έδαφος με το ένα χέρι και το ένα πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πρηνής «αυτός που έχει το πρόσωπο προς τα κάτω»] …   Dictionary of Greek

  • γελανής — γελανής, ές (Α) γελαστός, χαρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γελασ νής < *γελασνός < (θ.) γελάσ γελάω, μεταπλασμένο κατά το πρότυπο τών πρηνής απηνής, προσηνής] …   Dictionary of Greek

  • επιπρηνής — ἐπιπρηνής, ές (Α) [πρηνής] 1. επικλινής, αυτός που κλίνει προς τα κάτω («Ἰσθμὸς χέρσῳ ἐπιπρηνὴς καταειμένος», Απολλ. Ρόδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιπρηνής ἐπὶ στόμα, λοξός» …   Dictionary of Greek

  • επιφερής — ἐπιφερής, ές (Α) πρηνής, πεσμένος μπρούμυτα (κατά τον Ησύχ.) «πρωλύθιον, ὁ ἐπιφερής καὶ ἐπὶ στόμα» …   Dictionary of Greek

  • πρανώ — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀκρίδος εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με τη λ. πάρνοψ* «είδος ακρίδας»]. (II) όω, Α [πρηνής / πρᾱνής] πρανίζω* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»