-
1 καθ-εξῆς
-
2 ἑξῆς
Grammatical information: adv.Meaning: `in a row, one after the other' (Od., Att.);Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: The adverbial genetive ἑξῆς prob. from a noun from ἔχεσθαι `connect, follow', but details are uncertain. Schulze Q. 293 sees in ἑξῆς and ἑξαν forms of a noun *ἕξᾰ with the same inflexion as μίᾰ, μιᾶς, μίᾰν; Bechtel Lex. s. v. starts from an adjective *ἑξός. Solmsens, Wortforsh.. 240 n. 1, supposes that ἑξῆς was contracted from earlier ἑξείης (metrical lengthening for *ἑξέης?); but this does not explain Dor. ἑξαν. - ἑξε(ί)ης from an adjective *ἑξε(ι)ος (cf. ἑξεῖα τα ἑξῆς H.); from ἕξις?. - The synonymous ἐπεχές (Arg.), ἐπεχεῖ (Delph.), ποτεχεῖ (Herakl.) from ἐπ-, ποτ-έχεσθαι. See Schwyzer 549.Page in Frisk: 1,529Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἑξῆς
-
3 εξής
1. επίρρ.:ως εξής — следующим образом;
τό ζήτημα έχει ως εξής — дело обстоит следующим образом, так;
καί οΰτω καθ' εξής — или καί τα εξής — и так далее;
2. (ο, η, τό) άκλ.:τα εξής — следующее;
οι εξής — следующие;
εις το εξής — в дальнейшем, в будущем, впредь;
από τώρα και εις το εξής — отныне и впредь, с этого времени;
3. επίθ. άκλ. следующий; такой;προτείνω την εξής λύση — предлагать следующее (такое) решение;
έχω την εξής γνώμη — иметь следующее мнение
-
4 μετα-καθ-έζομαι
μετα-καθ-έζομαι (s. ἕζομαι), sich umsetzen, seinen Platz verändern, μετεκαϑέζετο ἐπί τὸν ἑξῆς ϑρόνον, Luc. Icarom. 26.
-
5 καθεξης
1) по порядку, последовательно(βαδίζειν Plut.; γράψαι NT.)
2) далее, в дальнейшемἐν τῷ κ. NT. — впоследствии, после этого;
οἱ κ. προφῆται NT. — позднейшие пророки -
6 ἔχω 1
ἔχω 1.Grammatical information: v.Meaning: `possess, get(back-), have', aor. `conquer, take (in possession)', intr. `hold oneself', med. `id.';Other forms: also ἴσχω, aor. σχεῖν, ἔσχον, fut. ἕξω, σχήσω (Il.), perf. act. ἔσχηκα (Pl. Lg. 765a), med. ἔσχημαι, aor. pass. ἐσχέθην (late).Compounds: very often with prefix in various meanings, ἀν-, ἀπ-, ἐξ-, ἐπ-, κατ-, μετ-, προσ-, συν- etc. As 1. member in e. g. ἐχέ-φρων, ἐχ-έγγυος, ἐχεπευκής (s. v.), ἐκεχειρία (s. v.); also ἰσχέ-θυρον a. o. (hell.); cf. Schwyzer 441; as 2. member e. g. in προσ-, συν-εχής with προσ-, συν-έχεια.Derivatives: From the ε-grade (= present-stem): ἔχμα `obstacle, support, defence' (Il.) with ἐχμάζω (H., Sch.; cf. ὀχμάζω below); Myc. e-ka-ma?; ἕξις `attitude, situation etc.', often in derivv. of prefix-compp., e. g. πρόσ-, κάθ-εξις from προσ-, κατ-έχειν (Ion.-Att.); with ( προσ-, καθ-) ἑκτικός (s. also s. v.); ἑξῆς s. v.; ἐχέ-τλη, - τλιον `plough-handle' (cf. καὶ ἡ αὖλαξ, καὶ ἡ σπάθη τοῦ ἀρότρου Η. and ἐχελεύειν ἀροτριᾶν H.); ἕκτωρ `the holder' (Lyc. 100; also Pl. Kra. 393a as explanation of the PN [s. v.]; Sapph. 157 as surname of Zeus); ἐχυρός s. v. From εὖ ἔχειν: εὑεξία `good condition' (Ion.-Att.; opposite καχεξία from κακῶς ἔχειν) with εὑέκ-της, - τικός, - τέω, also - τία (Archyt.); retrograde formation εὔεξος εὑφυής H. (not with Schwyzer 516 σο-Suffix). From the reduplicated present (s. below): ἰσχάς f. `anchor' (S. Fr. 761, Luc. Lex. 15); lengthened forms ἰσχάνω, - νάω (Il.). From the zero grade (= aorist-stem): σχέσις `situation, character, relation, holding back' (Ion.-Att.), often in derivv. from prefix-compp., e. g. ἀνά-, ἐπί-, ὑπό-, κατά-σχεσις from ἀνα-σχεῖν, - έσθαι etc.; σχῆμα (cf. σχ-ήσω) `attitude, form, appearance' (Ion.-Att.; Schwyzer 523); secondarily σχέμα (H.) Lat. schĕma f. (Leumann Sprache 1, 206); with σχηματίζω with σχημάτ-ισις, - ισμός etc.; verbal adjective ἄ-σχετος `not to hold, irresistable' (Il.); from virtual verbal adjectives come also the abstract-formations ἐπισχεσίη `attitude, pretext' (φ 71), ὑποσχεσίη `promise' (Ν 369, A. R.), cf. Schwyzer 469, Holt Les noms d'action en - σις 86f.; here also *σχερός (s. ἐπισχερώ), σχεδόν, σχέτλιος, σχολή, σκεθρός (s. vv.); (not to ἰσχύς). From the o-grade: ὄχοι m. pl. `holder, preserver' ( λιμένες νηῶν ὄχοι ε 404); ὀχός `fest, certain' (Ph. Byz.), further in verbal adjectives to the prefix-compp. like ἔξ-, κάτ-, μέτοχος (from ἐξ-έχειν etc.); ὀχή f. `holding, support' (Call., Lyc., Ath.); to the prefix-compp. συν-, μετ-, ἐξ-, ἐπ-οχή etc. (from συν-έχειν etc.); ὀχεύς "holder", `helm-strap, girdle-clasp, door-bolt etc.' (Il.; cf. Boßhardt Die Nom. auf - ευς 30, also on ὀχεύω `pounce upon' etc.; cf. s. v.); ὄχανον `shield-holder' (Anakr., Hdt.), also ὀχάνη (Plu.; cf. Chantraine Formation 198); ὀχυρός, s. ἐχυρός; ὄχμος `fortress' (Lyc.), ὄχμα πόρπημα H.; with ὀχμάζω `hold fest' (A., E.); adv. ὄχα `widely, by far' (ὄχ' ἄριστος Il.), ἔξοχα `in front of' (ἔχω 1 πάντων; Il.). Reduplicated formation: ἀν-οκωχή s. v.; also (ἐν) συνεοχμῳ̃?; s. v., w. compositional lengthening: εὑωχέω, s. v. - On συνοκωχότε (Β 218) s. v.Origin: IE [Indo-European] [888] *seǵh- `hold, have'Etymology: ἔχω, with reduplication ἴ-σχ-ω (\< *ἵ-σχ-ω, ( σ)ί-σχ-ω), has an exact agreement in Skt. sáhate `force, conquer' (= ἔχεται, IE *séǵʰetoi); but the zero grade aorist and the other verbal forms are isolated (GAv. zaēma not = σχοῖμεν, s. Humbach Münch. Stud. 10, 39 n. 12). In Greek the word group knew a strong development; cf. Meillet Άντίδωρον 9ff., Porzig Gliederung 115f. On the other hand in Greek fail the neutral s-stem Skt. sáhas- `force, srength, victoy', Av. hazah- `id.', Goth. sigis (cf. on ἐχυρός). The group is also represented in Celtic, e. g. in the Gaulish names Σεγο-δουνον, Sego-vellauni. - Older lit. and further forms in Bq s. v., Pokorny 888f.Page in Frisk: 1,603-604Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔχω 1
-
7 πρόσρησις
A addressing, διδοὺς πρόσρησιν ἑξῆς πᾶσι accosting them, E.IA 341;π. τοῦ θεοῦ τῶν εἰσιόντων Pl.Chrm. 164d
, cf. X.Hier. 8.3; ἡ οἰκέτου π. address to.., Pl.Lg. 777e; ἐπ' ἐξόδοισι γὰρ ἔθαψα.. σ' ἕνεκ' ἐμῆς π. to enable me to address thee, E.Hel. 1166; soὁ σὸς δὲ τύμβος.. τοῖς ἐμπόροις π. ἔσται πανταχοῦ Pl.Com.183
.2 advice, recommendation, Gal.12.2.III in Logic, καθ' ἑκάστην πρόσρησιν according to the mode added in each case, Arist. APr. 25a3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσρησις
-
8 συνείρω
A string together, Ar.Av. 1079; ; σ. [ὀνόματα] connect them with their roots, Id.Cra. 425b; σ. ἐπανελθόντες ἐπὶ τὴν ἀρχὴν μέχρι τῆς τελευτῆς τὸν λόγον trace its connexion, Id.Plt. 267a; σ. [τοὺς κύνας] ἀπό τινος lead them on connectedly from a point, X.Cyn.6.21;σ. στεφάνους Aristid.1.143J.
; ὄρπακας ἀνήτοιο (- τω codd.) Sapph. l.c.:—[voice] Pass., συνείρεται τὸ ἐφεξῆς is closely connected, follows of itself, Arist.GA 741b9, cf. GC 336b33; συνειρομένη πραγματεία a connected system, Id.Metaph. 986a7.II in speaking, freq. in a disparaging sense,σ. λόγους ἀπνευστεί D.18.308
;συνείρουσι μὲν τοὺς λόγους, ἴσασι δ' οὔπω Arist.EN 1147a21
, cf.Phld.Rh.1.247 S.; ὑπὸ τὴν ἀναπνοὴν ἑπτὰ καὶ πέντε στίχους ς., in a breath, Plb.10. 47.9;σ. λήρους Luc.Tim.9
, cf. Nigr.8, Bacch.7; also simply of a continuous speech,σ. καθ' ἓν ἕκαστον Isoc.15.184
;σ. τὰς ἑξῆς πράξεις D.S.16.76
;τὴν κατηγορίαν Luc.Pisc.22
;τὸ γνῶθι σαυτὸν πολλάκις Id.DMort.2.2
.2 seemingly intr. (sc. λόγους), discourse,περὶ τῆς κλοπῆς Id.Prom.5
; connect one's reasoning, continue the subject, Arist.Top. 158a37, Metaph. 995a10, 1093b27;σ. εἰς τὸ πρόσω Id.Div. Somn.464b4
;ἀπὸ τῶν εἰρημένων Id.GA 716a4
: and then, more generally, continue, c. part., συνεῖρον ἀπιόντες, i.e. they went off without pausing, X.Cyr.7.5.6; σ. κινούμενος continue moving, Arist.Ph. 262a16, cf. Diocl.Fr.142: abs., to be continuous or connected, Arist.SE 175a30, Mete. 362b29, GC 318a13, al., Epicur.Ep.3p.64U.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνείρω
-
9 ἔφοδος
ἔφοδ-ος (A), ον,------------------------------------ἔφοδ-ος (B), ὁ,2 inspector, PTeb.30.27 (ii B. C.).------------------------------------ἔφοδ-ος (C), ἡ,A approach, Th.4.129, 6.99 (pl.);αὐτόθεν ἐπὶ τοὺς πολεμίους X. An.4.2.6
; εἰς τὸν λόφον ib.3.4.41; entrance to a holy place, Jahresh. 18 Beibl.23 (Cilicia, ii A. D.); ἔφοδον θύειν sacrifice on arrival, GDI 2501.34 (Delph.).b ἔφοδοι θαλάττης advance of the tides, Thphr. Metaph.29.c in argument, method of reasoning,ἡ ἀπὸ τῶν καθ' ἕκαστον ἐπὶ τὰ καθόλου ἔ. Arist.Top. 105a14
; τὰ ἀκόλουθα, τὰ ἑξῆς τῆς ἐ., Ph.1.572, 598; ἐξ ἐναργέος ἐφόδου, i. e. from the clear teaching of experience, Hp.Praec.1.d Archit., course of masonry, IG22.244.98 (iv B. C.), 5(2).33 (Tegea, iii B. C.).2 means of approach, Plb.1.13.9; right of access,δίδοσθαί τινι τὴν ἔ. ἐπὶ τοὺς πολλούς Id.4.34.5
; (Priene, iv B. C.), cf. IG11(4).547 (Delos, iii B. C.); access for traffic and intercourse, communication,ἔφοδοι παρ' ἀλλήλους Th.1.6
;πρὸς ἀλλ. Id.5.35
; right of importation,τῶν ἐπιτηδείων X.HG2.4.3
.b pl., natural passages, e.g. nostrils, Hp.Epid.6.2.16.3 attempt, plan, method, ib.6.5.1, Arist.EE 1230a35, Thphr.Sens.60;ἔ. τῆς ἐξηγήσεως Plb.3.1.11
; method of procedure, Vett. Val.24.12; .II attack, onslaught, A.Eu. 375 (lyr., pl.), Th.1.93, etc.;τοῦ στρατεύματος X.An.2.2.18
;ἔφοδον ποιεῖσθαι Th.2.95
;δέξασθαι Id.4.126
, Pl.Phd. 95b;γνώμης μᾶλλον ἐφόδῳ ἢ ἰσχύος Th.3.11
; ἐξ ἐφόδου τρέψασθαι at the first assault, Plb.1.36.11, cf. OGI 654.4 (Egypt, i B. C.), etc.;τῇ πρώτῃ ἐφόδῳ ἁλῶναι D.H.4.51
;αὐτῆ ἐ. τρεψόμενοι τοὺς πολεμίους Id.3.4
; of ships, εἰς τὴν ὁδὸν καὶ εἰς τὴν ἔφοδον dub.l. in Plb.3.25.4 codd. (leg. ἄφ-) ; νυκτιπόλοι ἔφοδοι of the haunting powers of darkness, as subject to Persephone, E. Ion 1049 (lyr.).3 Rhet., artful exordium, D.H.Is.3 (pl.), Lys.15; = insinuatio, [Cic.] ad Herenn.1.4.6, cf. Aphth.Prog. 13, etc.
См. также в других словарях:
εξής — (AM ἑξῆς, Α επικ. τ. ἑξείης, δωρ. τ. ἑξᾱν) 1. με τη σειρά, στη συνέχεια («ἑξῆς εὐνάζοντο παρὰ ῥηγμῑνι θαλάσσης», Ομ. Οδ.) 2. (με άρθρο) ὁ, ἡ, τὸ ἑξῆς ο επόμενος («έκανα την εξής σκέψη») 3. φρ. «στο (εις το) εξής» στο μέλλον νεοελλ. φρ. «ούτω καθ… … Dictionary of Greek
συσσωρευτής — Συσκευή ικανή να αποθηκεύει ενέργεια και να την αποδίδει όταν τη χρειαζόμαστε. Ανάλογα με τον τύπο της ενέργειας που αποθηκεύεται, ο σ. διακρίνεται σε ηλεκτρικό, θερμικό, μηχανικό, υδραυλικό κλπ.: ο πιο γνωστός και πιο διαδομένος είναι ο… … Dictionary of Greek
ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek