-
1 κάλλιον
-
2 κάλλιον
------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάλλιον
-
3 καλλιον
-
4 Κάλλιον
Κάλλιονneut nom /voc /acc sg -
5 κάλλιον
κάλλιονindeclform (adverb)καλόςbeautiful: masc /fem voc comp sgκαλόςbeautiful: neut nom /voc /acc comp sg -
6 κάλλιον
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κάλλιον
-
7 κάλλιον
-
8 κάλλιον
κάλλιον s. καλῶς 7. -
9 κάλλιον
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κάλλιον
-
10 κάλλιον
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κάλλιον
-
11 κάλλιον
лучше; срав. ст. от καλός.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κάλλιον
-
12 καλλίον'
καλλίονα, καλόςbeautiful: neut nom /voc /acc comp plκαλλίονα, καλόςbeautiful: masc /fem acc comp sgκαλλίονι, καλόςbeautiful: dat comp sgκαλλίονε, καλόςbeautiful: nom /voc /acc comp dual -
13 Καλλίω
Κάλλιονneut nom /voc /acc dualΚάλλιονneut gen sg (doric aeolic)Καλλίηςtame ape: masc gen sg (attic epic ionic) -
14 Καλλίου
Κάλλιονneut gen sgΚαλλίηςtame ape: masc gen sg -
15 Καλλίων
Κάλλιονneut gen pl -
16 Κάλλια
Κάλλιονneut nom /voc /acc plΚαλλίηςtame ape: masc voc sgΚαλλίηςtame ape: masc nom sg (epic) -
17 καλός
καλός, ή, όν, [dialect] Aeol. [full] κάλος (v. infr.), α, ον, [dialect] Boeot. [full] καλϝός Schwyzer 538 (vi B. C.):—A beautiful, of outward form, freq. of persons,κάλλιστος ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθεν Il.2.673
: in Hom. usu. in the phraseκ. τε μέγας τε Il.21.108
, al.; μέγας καὶ κ. Od.9.513;καλή τε μεγάλη τε 13.289
, 15.418; καλὸς δέμας beautiful of form, 17.307;κ. ἰδέᾳ Pi.O.10
(11). 103;εἶδος κάλλιστος X.Cyr.1.2.1
;κ. τὸ σῶμα Id.Mem.2.6.30
;τὰς ὄψεις Theopomp.Hist.195
; Χορῷ καλή beauteous in the dance, Il. 16.180: c. inf.,καλλίονες καὶ μείζονες εἰσοράασθαι Od.10.396
; ἐσορᾶν κ. Pi.O.8.19: freq. of parts of the body, fair, shapely, κ. πρόσωπα, ὅμματα, παρήϊα, σφυρά, Il.19.285, 23.66, Od.19.208, Il.4.147;Χρώς 5.354
, al.; of clothes, εἵματα, φάρεα, Χιτών, Χλαῖνα, πέδιλα, Od.6.111, 24.277, Il.2.43, Od.10.365, 1.96; ; of arms and armour, κνημῖδες, ἀσπίς, σάκος, κόρυς, φάσγανα, ἔντεα, 3.331, 11.33, 22.314, 18.612, 15.713, Od.19.18; of buildings, manufactured articles, etc.,αὐλὴ κ. τε μεγάλη τε 14.7
; κ. δώματα, τεῖχος, πόλιες, 3.387, Il.21.447, 18.491; ἄμαξα, τράπεζα, θρόνος, 24.267, 11.629, Od.1.131; also τέμενος, ἀγρός, Il.12.314, Od.24.206; so after Hom.,Λύδιον κ. ἔργον Sapph.19
, etc.; ἐέρσα κ. ead.Supp.25.12.2 in [dialect] Att. added to a name in token of love or admiration, as Ἀρίσημος κ. IG12.921, etc.; ἐν τοῖσι τοίχοις ἔγραφ' Ἀθηναῖοι καλοί" Ar. Ach. 144, cf.V.98; Ἀλκιβιάδης ὁ καλός, Σαπφὼ ἡ καλή, Pl.Alc.1.113b, Phdr. 235c.c Καλοί, οἱ, divinities worshipped in childbirth, IG5(1).1445 (Messene, ii B. C.).3 τὸ καλόν beauty, Sapph.79, E.IA21 (anap.), etc.; τὰ καλά the proprieties or elegancies of life, Hdt.1.8, 207;ἁπάντων καλῶν ἄμμορος Pi.O.1.84
;αἱ τέχναι ἃς πηγάς φασι τῶν κ. εἶναι X.Cyr.7.2.13
.II with ref. to use, good, of fine quality,κ. λιμήν Od.6.263
; Βορέῃ ἀνέμῳ.. καλῷ fair, 14.253, 299; κ. ἀργύριον, opp. κίβδηλον, genuine silver, X.Mem.3.1.9; opp. ἀποτετριμμένον, good silver currency, PCair.Zen.21.33 (iii B. C.);ἐλαῖαι PHib. 1.49.12
(iii B. C.);γῆ Ev.Luc.8.15
;κ. οἶνος PFay.133.8
(iv A. D.);στρατόπεδον κάλλιστον Th.5.60
;ἀνταπεδώκατε πονηρὰ ἀντὶ καλῶν LXX Ge. 44.4
;κ. ἐς στρατιάν X.Cyr.3.3.6
; , Grg. 474d, etc.: c. inf.,λόφος κάλλιστος τρέχειν X.An.4.8.26
; ἐν καλῷ [ τόπῳ] in a good place, καθίζεσθαι, ὁρμεῖν, Ar.Th. 292, X.HG2.1.25; ἐν καλῷ μὲν τοῦ κόλπου καὶ τῶν πόλεων, ἐν κ. δὲ τοῦ τὴν Χώραν βλάπτειν, ib.6.2.9; ἐν καλῷ under favourable circumstances, Th.5.59.60; ἐν κ. (sc. Χρόνῳ ) in good time, in season, E.IA 1106; ἐν οὐ κ. Id.Or. 579; ἐν καλῷ [ ἐστι] c. inf., S.El. 384 (so καλόν ἐστι c. inf., Id.Ph. 1155 (lyr.), Ar. Pax 278, Th.8.2);ἐς καλόν S.OT78
, Pl.Men. 89e, Smp. 174e; τί γὰρ ἐμοὶ ζῆν καλόν; what is the good of life to me? Ph.2.594; καλῇ πίστει, = Lat.bona fide, PTeb.418.14 (iii A. D.).2 of sacrifices, auspicious, ; ;ἱερά Th.4.92
;τὸ τέλος κ. τῆς ἐξόδου X.An.5.2.9
;κ. τὰ ἱερὰ ἦν αὐτῷ Id.Cyr.3.2.3
: c. inf.,ἰέναι.. κ. ἡμῖν τὰ ἱερὰ ἦν Id.An.2.2.3
: Com., τὰ τῆς πυγῆς κ. (for τοῦ θεοῦ) Ar. Pax 868.III in a moral sense, beautiful, noble, honourable, in Hom. only in neut.,οὐ καλὸν ἔειπες Od.8.166
, cf. 17.381;μεῖζον κλέος.. καὶ κάλλιον 18.255
; freq. καλόν [ ἐστι] c. inf.,κ. τοι σὺν ἐμοὶ τὸν κήδειν ὅς κ' ἐμὲ κήδῃ Il.9.615
; οὐ γὰρ ἔμοιγε κ. (sc. ἄρχειν) 21.440;οὐ κ. ἀτέμβειν οὐδὲ δίκαιον Od.20.294
; so in Trag.,καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν S.Ant.72
, etc.;μάθετε καλὸν ποιεῖν LXXIs.1.17
: [comp] Comp.,οὐ μέν τοι τόδε κάλλιον οὐδὲ ἔοικε Od.7.159
, cf. Il.24.52; after Hom. freq. of actions, etc.,κάλων κἄσλων Sapph.Supp.2.4
(unless of persons here); κ. ἔργματα noble deeds, Pi.I.4(3).42, cf. S.Fr. 839, etc.; ἀναστροφὴ κ. 1 Ep.Pet.2.12: in pl., excellences,πλῆθος καλῶν Pi.O.13.45
; ; τὰ τοῦ παιδὸς κ. X.Smp.8.17.2 τὸ κ. moral beauty, virtue, honour, opp. τὸ αἰσχρόν, Id.Mem.1.1.16, cf. Pl.Smp. 183d, etc.;ὅττι καλόν, φίλον ἐστί, τὸ δ' οὐ καλὸν οὐ φίλον ἐστίν Thgn.17
, cf. E.Ba. 881 (lyr.), Pl. Ly. 216c;οὐ ταὐτὸν ἡγῇ σύ, ὡς ἔοικας, κ. τε καὶ ἀγαθὸν καὶ κακὸν καὶ αἰσχρόν Id.Grg. 474d
, cf. Smp. 201e; τοὐμὸν κ. E.Supp. 300.3 of persons, in early writers coupled with ἀγαθός, v. καλοκἀγαθός; laterκ. ποιμήν Ev.Jo.10.11
;κ. στρατιώτης
2 Ep.Tim.2.3
.IV in [dialect] Att. and Trag. freq. ironically, fine, specious, γέρας κ. A.Eu. 209;κ. γὰρ οὑμὸς βίοτος ὥστε θαυμάσαι S.El. 393
, cf. E.Ba. 652;κ. Χάρις D.9.65
;κ. ὕβριν ὑβρισμένοι Id.23.121
;καί σοι.. θωπεῦσαι καλόν S.OC 1003
;μετ' ὀνομάτων καλῶν Th.5.89
.B Degrees of [comp] Comp.: [comp] Comp. καλλίων, ον, Il.24.52, Od.10.396, etc.: neut. κάλιον [pron. full] [ᾰ] Alc.134: [comp] Sup. κάλλιστος, η, ον, Il.20.233, etc.; late καλλιώτερος or - ότερος, POxy.1672.6 (i A. D.), Sch.E. Tr. 966; alsoκαλώτερος Hdn.Epim.69
.C Adv.:—Poets freq. use neut. καλόν as Adv.,κ. ἀείδειν Il.18.570
, Od.1.155;καλά Il.6.326
; later τὸ κ. Theoc.3.3, 18, Call.Epigr.53, Herod.1.54.II regul. Adv. [full] καλῶς ([dialect] Dor. [full] καλώς Sophr.22), well, rightly,οὐδ' ἔτι κ. οἶκος ἐμὸς διόλωλε Od.2.64
; κ. ζῆν, τεθνηκέναι, etc., S.Aj. 479, etc.; κ. φρονεῖν to be in one's right mind, Id.Fr. 836;οὐ κ. ταρβεῖς Id.Tr. 457
; κ. ἀγωνιεῖσθαι fairly, on the merits of the case, Lys.13.88; Χρήματα δατῆθθαι κ. Leg.Gort.4.39;κ. εἰρημένα S.Fr. 576.6
;κάλλιον λέγεις Pl.Tht. 161b
;κάλλιστ' ἂν εἴποι S.OT 1172
: freq. in phrase καλῶς καὶ εὖ, καλῶς τε καὶ εὖ, Pl.Prt. 319e, Prm. 128b, etc.2 of good fortune, well, happily, κ. πράσσειν, = εὖ π., A.Pr. 979, S.Ant. 271;κ. καὶ εὖ πράττειν Pl.Chrm. 172a
; κ. ἔχειν to be well, A.Th. 799, etc.;κ. ἔχει σοι Ar.Ach. 946
, cf. S.El. 816; κ. ἔχει c. inf., 'tis well to.., X.Mem.3.11.1: c. gen., κ. ἔχειν τινός to be well off in respect to a thing, Hp.Superf.29;κ. παράπλου κεῖσθαι Th.1.36
;εἰ κ. σφίσιν ἔχοι Id.4.117
;οὔτε τοῖς θεοῖς ἔφη κ. ἔχειν, εἰ.. X.Mem.1.3.3
;καλλιόνως ἔχει Pl.Tht. 169e
, etc.;κάλλιστα ἕζει Id.Hp.Ma. 295b
.3 καλῶς, = πάνυ, thoroughly, altogether,τὸν κ. εὐδαίμονα A.Fr. 317
, = S. Fr. 934;κ. ἔξοιδα Id.OC 269
, cf. OT 1008;κ. ὑπὸ τοῦ πυρὸς διεφθάρθαι D.S.13.108
: [comp] Comp.,κάλλιον εἰδέναι Pl.Hp.Ma. 300d
; κάλλιον ἐοικέναι to be just like , Hp.Genit.8.5 κ. ποιῶν rightly, deservedly,κ. ποιῶν ἀπόλλυται Ar.Pl. 863
, cf. D.1.28, al., Aeschin.3.232; in requests, κ. ποιήσεις πριάμενος, etc., PPetr.3p.143 (iii B. C.), etc.; also c. inf.,κ. π. γράψαι BGU1203.7
(i B. C.), etc.6 in answers, to approve the words of the former speaker, well said! E.Or. 1216, D.39.15; also, to decline an offer courteously, no, thank you! Ar.Ra. 888;κ. ἔχει Antiph.165
, Men.Pk. 266; πάνυ κ. Ar.Ra. 512; ἀμέλει κ. ib. 532: [comp] Sup., κάλλιστ', ἐπαινῶ ib. 508;ἔχει κάλλιστα Theoc.15.3
.8 κ. ὁ ἱερεύς hurrah for the priest! SIG1109.14 (Athens, ii A. D.).9 repeated with the Adj.,καλὴ καλῶς Ar.Ach. 253
, Pax 1330, Ec. 730;καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις Pi.O.9.94
.10 [comp] Comp.καλλιόνως Pl.Tht.
l.c., Lg. 660d: [comp] Sup.καλλίστως PMag.Par.1.2443
,2465, Sch.E.Hec. 310.D for compds., v. καλλι-, καλο-.E Quantity: [pron. full] ᾱ in [dialect] Ep. and early Iamb. Poets (exc. h.Ven.29, Hes.Op.63, Th. 585): [pron. full] ᾰ in Lyr. (exc.κᾱλῶς B.12.206
) and Trag. (A. Fr. 314, S.Ph. 1381 are corrupt).--In Eleg., Epigr., and Bucol. Poets [pron. full] ᾰ or [pron. full] ᾱ (the latter usu. in thesi);τὰ μὴ κᾰλὰ κᾱλὰ πέφανται Theoc.6.19
, cf. Herod.7.115, Call.Jov.55.--In [comp] Comp., [pron. full] ῐ in Hom., [pron. full] ῑ in Trag. and later. -
18 καλλίων
καλλίων, κάλλιστος (καλλίονα, -ίονες; -ιον nom., acc.: superl. κάλλιστος, -ον; -α, -ᾳ, -αν, -α, -αις; -ον acc., -α acc.)a comp., lovelierμέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου P. 11.57
τί κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ ἀεῖσαι; fr. 89a. 1. εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν, τελευταί τε καλλίονες pr. fr. 108a. 4. n. s. pro adv., better, more successfully,παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ ἀντιπάλων N. 11.26
c. gen.,σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.12
b superl., fairest, finestμνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15
ἀκρωτήριον Ἄλιδος κάλλιστον ἕδνον Ἱπποδαμείας O. 9.10
τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39
γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν P. 4.123
φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις P. 4.187
κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι προοίμιον P. 7.1
καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει P. 9.69
φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων P. 12.1
θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον N. 2.9
Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.23
Ἥβα καλλίστα θεῶν N. 10.18
κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων I. 4.58
τὰν ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ I. 6.64
καλλίσταις ἀοιδαῖς fr. 121. 2. pro subs.κάλλιστά τε ῥέξαις O. 9.94
-
19 κάλλιστος
καλλίων, κάλλιστος (καλλίονα, -ίονες; -ιον nom., acc.: superl. κάλλιστος, -ον; -α, -ᾳ, -αν, -α, -αις; -ον acc., -α acc.)a comp., lovelierμέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου P. 11.57
τί κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ ἀεῖσαι; fr. 89a. 1. εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν, τελευταί τε καλλίονες pr. fr. 108a. 4. n. s. pro adv., better, more successfully,παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ ἀντιπάλων N. 11.26
c. gen.,σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.12
b superl., fairest, finestμνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15
ἀκρωτήριον Ἄλιδος κάλλιστον ἕδνον Ἱπποδαμείας O. 9.10
τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39
γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν P. 4.123
φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις P. 4.187
κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι προοίμιον P. 7.1
καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει P. 9.69
φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων P. 12.1
θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον N. 2.9
Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.23
Ἥβα καλλίστα θεῶν N. 10.18
κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων I. 4.58
τὰν ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ I. 6.64
καλλίσταις ἀοιδαῖς fr. 121. 2. pro subs.κάλλιστά τε ῥέξαις O. 9.94
-
20 καλλιάζω
A to be a member of the κάλλιον (q.v.) at Cyzicus, IGRom.4.153,157:—also [suff] καλλῐ-αρχέω, to be president of the κάλλιον (q.v.) at Cyzicus, CIG3661.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιάζω
См. также в других словарях:
Κάλλιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλιον — indeclform (adverb) καλός beautiful masc/fem voc comp sg καλός beautiful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλιον — (I) κάλλιον (AM) 1. (ουδ. συγκρ. βαθμού τού επιθ. καλός) ωραιότερο ή καλύτερο 2. (ως επίρρ.) καλύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλλίων]. (II) κάλλιον, τὸ (Α) (στην Αθήνα) τόπος που χρησίμευε ως δικαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ΠΑΡ. αρχ. καλλιάζω… … Dictionary of Greek
καλλίον' — καλλίονα , καλός beautiful neut nom/voc/acc comp pl καλλίονα , καλός beautiful masc/fem acc comp sg καλλίονι , καλός beautiful dat comp sg καλλίονε , καλός beautiful nom/voc/acc comp dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλλίω — Κάλλιον neut nom/voc/acc dual Κάλλιον neut gen sg (doric aeolic) Καλλίης tame ape masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλλίου — Κάλλιον neut gen sg Καλλίης tame ape masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλλίων — Κάλλιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάλλια — Κάλλιον neut nom/voc/acc pl Καλλίης tame ape masc voc sg Καλλίης tame ape masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιάζω — (I) καλλιάζω (Μ) 1. φαίνομαι ανώτερος, ξεπερνώ κάποιον 2. αναγνωρίζω την υπεροχή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον, συγκρ. βαθμός τού επίρρ. καλῶς]. (II) καλλιάζω (Α) είμαι μέλος τού δικαστηρίου κάλλιον (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον (II)* + κατάλ.… … Dictionary of Greek
καλλιαρχώ — καλλιαρχῶ, έω (Α) είμαι πρόεδρος τού δικαστηρίου κάλλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον (II) (αρχαίο δικαστήριο στην Αθήνα) + αρχῶ (< άρχης < άρχω), πρβλ. κανον αρχώ, ναυ αρχώ) … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λιδωρικίου — Η Αρχαιολογική Συλλογή Λιδορικίου στεγάζεται σε ένα οίκημα που χτίστηκε το 1912, με δωρεά του Ανδρέα Συγγρού, για να αποτελέσει το δημοτικό σχολείο της πόλης. Το κτίριο αυτό, που έχει τη μορφή των παραδοσιακών πετρόχτιστων σπιτιών της περιοχής,… … Dictionary of Greek