Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ιώτης

См. также в других словарях:

  • -ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

  • Ιταλιώτης — Ἰταλιώτης, ὁ (Α) Έλληνας κάτοικος τής Ιταλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰταλία + κατάλ. ιώτης (πρβλ. Αιγυπτ ιώτης, Σιχελ ιώτης)] …   Dictionary of Greek

  • Ναξιώτης — και Αξιώτης, ο, θηλ. ισσα ο Νάξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νάξος + κατάλ. εθν. ον. ιώτης (πρβλ. Ιμβρ ιώτης, Πορ ιώτης). Ο τ. Αξιώτης με αφαίρεση τού αρκτικού Ν (πρβλ. νάρθηκας: άρθηκας)] …   Dictionary of Greek

  • θυριώτης — θυριώτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἔξω τῆς θύρας». [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κατάλ. ιώτης (πρβλ. πατρ ιώτης, στρατ ιώτης)] …   Dictionary of Greek

  • καμπιώτης — καμπιώτης, ὁ (Μ) μονομάχος, αυτός που ασχολούνταν επαγγελματικά με τη μονομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπος (Ι) (βλ. λ. καμπίτης) + κατάλ. ιώτης, πρβλ. στρατ ιώτης, ταξιδ ιώτης] …   Dictionary of Greek

  • καστριώτης — ο καστρίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρο + κατάλ. ιώτης (πρβλ. στρατ ιώτης, ταξιδ ιώτης)] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλιώτης — κεφαλιώτης, ὁ (Μ) ο αρχηγός ενός στρατιωτικού ή υπαλληλικού τμήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. ιώτης (πρβλ. νησ ιώτης, στρατι ιώτης)] …   Dictionary of Greek

  • νησιώτης — (5ος αι.π.Χ.). Αθηναίος χαλκοπλάστης. Το όνομά του αναφέρεται πάντοτε μαζί με το όνομα του συνεργάτη του Κρίτιου. Οι δύο αυτοί καλλιτέχνες δημιούργησαν πολλά αξιόλογα έργα αλλά είναι γνωστοί κυρίως από το σύμπλεγμα των τυραννοκτόνων, που… …   Dictionary of Greek

  • τραχηλιώτης — ὁ, Α αυτός που έχει παχύ τράχηλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. ιώτης (πρβλ. μηχαν ιώτης, νησ ιώτης)] …   Dictionary of Greek

  • Ποριώτης — ο, θηλ. Ποριώτισσα 1. ο κάτοικος τού Πόρου ή αυτός που κατάγεται από τον Πόρο 2. ναυτ. (ως προσηγορ.) ποριώτης ο ανάπους ή ο ανάτονος τού παρακατίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πόρος + κατάλ. ιώτης (πρβλ. Βολ ιώτης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»