Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ωος

См. также в других словарях:

  • ώος — ὤα, ὦον, ΜΑ αυτός που έχει εξαγοραστεί με χρήματα, αργυρώνητος …   Dictionary of Greek

  • πάτρως — ωος και ω, ο, Α ο αδελφός τού πατέρα, ο θείος από την πλευρά τού πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το πατήρ, πατρός και εμφανίζει τη δυσερμήνευτη κατάλ. ως, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίστοιχη με αυτήν των: λατ. patruus, αρχ. ινδ. pitrvja …   Dictionary of Greek

  • υποδμώς — ῶος, ὁ, Α υποδεέστερος δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δμώς «δούλος, υπηρέτης»] …   Dictionary of Greek

  • θρακώος — θρακῷος, α, ον (Μ) αυτός που ανήκει στη Θράκη, ο θρακικός («τά θρακῷα μέρη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Θρᾴκη ή < Θρᾷξ, κός + επίθημα ῳος (πρβλ. προικ ῴος, υλ ῴος)] …   Dictionary of Greek

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • ετεοδμώς — ἐτεοδμώς, ῶος, ή ἐτεόδμως, ωος, ὁ (Α) τίμιος, πιστός, δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεός «αληθινός, γνήσιος» + δμως «δούλος»] …   Dictionary of Greek

  • κυρτώος — κυρτῷος, ῴα, ον (Μ) γερτός, λυγισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + επίθημα ῷος (πρβλ. κερδ ώος)] …   Dictionary of Greek

  • παππώος — ῴα, ον, Α 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παππού («παππῷον ὄνομα», Πλάτ.) 2. φρ. «ἔρανος παππῷος» συνεισφορά που ορίστηκε από τους πάππους, από τους προγόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + κατάλ. ῷος (πρβλ. μητρ ώος)] …   Dictionary of Greek

  • προθυρώα — (I) ἡ, Α το πρόθυρο, η αυλόπορτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *προθυρῷος (πρβλ. προικ ῴος)]. (II) τὰ, Μ τα μέρη που βρίσκονται στα πρόθυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *προθυρ… …   Dictionary of Greek

  • προικώος — α, ο / προικῷος, ῴα, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προίκα ή αυτός που προέρχεται από προικοδότηση νεοελλ. φρ. «προικώο σύμφωνο» το προικοσύμφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, κός + κατάλ. ῷος (πρβλ. πατρ ῷος)] …   Dictionary of Greek

  • πυθώος — ῴα, ον, Α πύθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + κατάλ. ῷος (πρβλ. κερδ ῷος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»