Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔλαφος

См. также в других словарях:

  • Ἔλαφος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλαφος — deer masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλαφος — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 149 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται μεταξύ Τομάρου και των βουνών του Σουλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δερβιζιάνων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… …   Dictionary of Greek

  • Κερυνίτις έλαφος — Μυθολογικό ζώο. Ήταν ένα ελάφι με χρυσά κέρατα, ευνοούμενο της Άρτεμης, και ζούσε στο όρος Κερύνεια της Αχαΐας. Η σύλληψη και η μεταφορά του στις Μυκήνες αποτέλεσαν τον τέταρτο άθλο του Ηρακλή …   Dictionary of Greek

  • Ἐλάφω — Ἔλαφος masc nom/voc/acc dual Ἔλαφος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάφω — ἔλαφος deer masc/fem nom/voc/acc dual ἔλαφος deer masc/fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλάφοιο — Ἔλαφος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάφοιο — ἔλαφος deer masc/fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλάφοις — Ἔλαφος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάφοις — ἔλαφος deer masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλάφοισι — Ἔλαφος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»