Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἐσχατιά

См. также в других словарях:

  • ἐσχατιά — ἐσχατιά̱ , ἐσχατιά farthest part fem nom/voc/acc dual (ionic) ἐσχατιά̱ , ἐσχατιά farthest part fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχατιᾷ — ἐσχατιά farthest part fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εσχατιά — η (Α ἐσχατιὰ και ιων. ἐσχατιή) [έσχατος] το έσχατο μέρος ή σημείο μιας έκτασης, το τελευταίο όριο, το τέρμα, το ακραίο σημείο («εις την εσχατιάν τού χωρίου, εις τα Λιβάδια», Παπαδ.) αρχ. 1. το ακραίο, το υψιστο σημείο («ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῑς»,… …   Dictionary of Greek

  • εσχατιά — η 1. το τελευταίο μέρος, η άκρη. 2. τα όρια, τα σύνορα ενός τόπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐσχατιᾶι — ἐσχατιᾷ , ἐσχατιά farthest part fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχατιάν — ἐσχατιά̱ν , ἐσχατιά farthest part fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχατιάς — ἐσχατιά̱ς , ἐσχατιά farthest part fem acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχατιαῖς — ἐσχατιά farthest part fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχατιαῖσι — ἐσχατιά farthest part fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχατιαῖσιν — ἐσχατιά farthest part fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχατιαί — ἐσχατιά farthest part fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»