Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θήκ-η

См. также в других словарях:

  • θῆκ' — θῆκαι , θήκη case fem nom/voc pl θῆκα , τίθημι p aor ind act 1st sg (homeric ionic) θῆκε , τίθημι p aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • ιστίο — το (ΑΜ ἱστίον) (υποκορ. τού ιστός) το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τόν μετατρέπει σε κινητήρια δύναμη τού σκάφους, πανί τού καραβιού, άρμενο αρχ. ύφασμα, κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ.… …   Dictionary of Greek

  • ισχάδιον — ἰσχάδιον, τὸ (Α) μικρή ισχάς*(Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, άδος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. θηκ ίον, παιδ ίον)] …   Dictionary of Greek

  • στημονάριον — τὸ, ΜΑ μσν. είδος μηχανήματος χρήσιμο στην οικοδομική αρχ. (ως υποκορ.) μικρό σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήμων, ονος + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. θηκ άριον)] …   Dictionary of Greek

  • σωληνάριο — το / σωληνάριον, ΝΜΑ, και σωληνάρι και σουληνάρι Ν μικρός σωλήνας νεοελλ. σωληνοειδής θήκη για φάρμακα, κρέμες και αλοιφές μσν. σωληνοειδής, κυλινδρική φαρέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, ῆνος + κατάλ. άριον (πρβλ. θηκ άριον)] …   Dictionary of Greek

  • τυπάρι — το / τυπάριον, ΝΜ νεοελλ. 1. εκκλ. ξύλινη ή μεταλλική σφραγίδα για την αποτύπωση γραμμάτων ή σχημάτων πάνω σε προσφορές 2. καλούπι από κερί μσν. υποκορ. (για νομίσματα) αρχέτυπο σφραγιστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + υποκορ. κατάλ. άρι(ον), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • φεγγάρι — Ο δορυφόρος της Γης. Bλ. λ. Σελήνη. * * * το / φεγγάριον, ΝΜ η σελήνη («είναι νύκτα γλυκιά, και το φεγγάρι δε βγαίνει να σκεπάσει άστρο κανένα», Σολωμ.) νεοελλ. 1. το φως τής σελήνης, σεληνόφως 2. σεληνιακή περίοδος, σεληνιακός μήνας («η φιλία… …   Dictionary of Greek

  • φερνάριον — τὸ, Α υποκορ. μικρή, ασήμαντη προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φερνή «προίκα» + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. θηκ άριον, πλοι άριον)] …   Dictionary of Greek

  • φτυάρι — το / πτυάριον, ΝΜ, και φκυάρι Ν εργαλείο αποτελούμενο από πλατύ μεταλλικό έλασμα, στερεωμένο σε στειλιάρι, χρήσιμο για τη μετατόπιση ή το ανακάτωμα σωρών, από στερεά σώματα και, ιδίως, χώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτύον «φτυάρι» + υποκορ. κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • φυλλάριο — το / φυλλάριον, ΝΜΑ μικρό φύλλο, φυλλαράκι νεοελλ. 1. βοτ. α) κάθε υποδιαίρεση τού ελάσματος ενός σύνθετου φύλλου β) παλαιότερη ονομασία γένους φαιοφυκών 2. (ορυκτ. πετρογρ.) καθεμία από τις λεπτές πλάκες στις οποίες διαχωρίζονται ή τείνουν να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»