Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κρύφον

См. также в других словарях:

  • κρυφόν — κρυφός a cloud masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύφον — κρύφω pres part act masc voc sg κρύφω pres part act neut nom/voc/acc sg κρύφω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κρύφω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύφος — ή κρυφός, ὁ (Α) 1. σκοτεινότητα, αμαύρωση («τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρύφον [δ. γρφ. κρυφόν] τιθέμεν ἐσθλῶν καλοῑς ἔργοις», Πίνδ.) 2. κρυψώνας, κρησφύγετο («καὶ ἔθεντο τὸν Ἰσραήλ ἐν κρύφοις, ἐν παντὶ φυγαδευτηρίῳ αυτών», ΠΔ) 3. κρυφή δίοδος, κρυφή… …   Dictionary of Greek

  • CRUPTA — in Glossis Βέτης; quod Graeci interpretantur δ᾿πό κρυφον μέρος τȏυ ἱεροῦ, h. e. adytum, seu interiorem Aedis sacrae cellam, sive concham aut aspidem templi, speluncae modô cameratam. Ad similitudinem namque speluncae Dominici sepulchti istiusmodi …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κρυφός — και κουρφός, ή, ό (Μ κρυφός, ή, όν) 1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος») 2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη») 3. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ԶԱՆԽՈՒԼ — (խուլք, խլից.) NBH 1 0714 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 9c, 10c, 12c, 13c, 14c ա. ԶԱՆԽՈՒԼ λαθῶν, λήθιος latens, clandestinus որ եւ ԱՆԽՈՒԼ, (իբր համախուլ, անլսելի. լռիկ) այսինքն Թաքուն. ծածկեալ. գաղտնի. անգիտելի. անյայտ իմն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»