Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θρόνα

См. также в других словарях:

  • θρόνα — θρόνον flowers embroidered on cloth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • dhrono- —     dhrono     English meaning: multicoloured     Deutsche Übersetzung: “bunt”?     Material: For Gk. θρόνα pl. “flower decorations in garments (by alexandrin. poets for φάρμακα, charm, spell, sorcery, necessitated medicinal herbs), colored… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • θρόνον — θρόνον, τὸ (Α) (μόνο στον πληθ.) τὰ θρόνα α) άνθη κεντημένα ή υφασμένα β) άνθη ή βότανα από τα οποία παρασκευάζονταν φάρμακα ή μαγικά φίλτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχική θα πρέπει να θεωρηθεί η σημασία «ποικιλόχρους, πολύχρωμος». Απαντά πιθ …   Dictionary of Greek

  • πάσσω — αττ. τ. πάττω, Α 1. πασπαλίζω κάτι τριμμένο, επιπάσσω («θελκτήρια φάρμακ ἔπασσεν αἰθέρι καὶ πνοῆσιν», Απολλ. Ρόδ.) 2. ραίνω, ραντίζω με κάτι ρευστό 3. μτφ. διακοσμώ («ἱστὸν ὕφαινε... δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ θρόνα ποικίλλ ἔπασσε», Ομ. Ιλ.) 4. φρ …   Dictionary of Greek

  • τρόνα — (I) η, Ν (ορυκτ.) ένυδρο δισανθρακικό ορυκτό τού νατρίου που ανήκει στην ομάδα τών εβαποριτών και απαντά σποραδικά ως αλατούχα λιμναία απόθεση ή ως προϊόν εξάτμισης, καθώς και με τη μορφή εξανθήσεων σε άνυδρα εδάφη. (II) τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»