-
1 ἀργυρό-θρονος
ἀργυρό-θρονος, auf silbernem Throne, Sp.
-
2 ἀργυρό-ηλος
ἀργυρό-ηλος, mit silbernen Nägeln od. Buckeln geziert, Hom. öfters ϑρόνος ἀργυρόηλος, ξίφος ἀργυρόηλον; φάσγανον ἀργυρόηλον Iliad. 14, 405. 23, 807.
-
3 ἀργυρόθρονος
ἀργῠρό-θρονος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυρόθρονος
-
4 ἀργυρόθρονος
-
5 θρόνα
Grammatical information: n. pl.Meaning: `flowers' as decoration in woven tissues and embroidery (Χ 441 θρόνα ποικίλα; from here ποικιλό-θρονος as surname of Aphrodite Sapph. 1, 1; thus also χρυσό-, ἀργυρό-θρονος a. o., see Lawler Phil Quart. 27, 80ff.), `flowers' as medicine and charm (hell. poets); after sch. on Theoc. 2, 59 the Thessalians called variegated embroidered figures (πεποικιλμένα ζῳ̃α), the Cypriots variegated clothes ( ἄνθινα ἱμάτια) θρόνα; H. glosses θρόνα both as `flowers' and as `colourful embroideries' ( θρόνα ἄνθη, καὶ τὰ ἐκ χρωμάτων ποικίλματα H.); cf. Bechtel Dial. 1, 448; Bowra JournofHellStud. 54, 73.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Starting from a hypothetical meaning `variegated' (Hoffmann BB 15, 86), Lidén Stud. 67f., 95f. compares Alb. drë-ri, drê-ni m. `deer' (prop. "the variegated"?; cf. on νεβρός), PAlb. * drani- (= ἀρανίς [for δρ-] ἔλαφος H. as Illyrian?), IE * dhroni-. Diff. Solmsen KZ 35, 474f.: θρόνα prop. `herbs, flowers' to Russ. dërn `lawn, grass' etc. (rejected by Lidén l. c., Vasmer s. dërn). Acc. to Stokes (s. Bq) to MIr. druine `embroidery'. - Fur. 189 compares τρόνα α᾽γάλματα, η ῥάμματα ἄνθινα H., which proves Pre-Greek origin; a `local' origin seems post probable.Page in Frisk: 1,686Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θρόνα
-
6 ἀργυρόηλος
ἀργῠρό-ηλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυρόηλος
-
7 ἀργυρόηλος
ἀργυρό - ηλος ( ἦλος): ornamented with silver nails or knobs, silver-studded; ξιφος, θρόνος, φάσγανον, Il. 2.45, η 1, Il. 14.405.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀργυρόηλος
-
8 αργυροηλος
См. также в других словарях:
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek