-
1 πολυ-ποίκιλος
πολυ-ποίκιλος, sehr bunt, sehr mannichfaltig, ἀνϑέων στέφανος, Eubul. b. Ath. XV, 679 d.
-
2 ποικίλος
Grammatical information: adj.Meaning: `varicoloured, wrought in many colours (stitched, knitted, woven), manifold, versatile, cunning' (Il.).Dialectal forms: Myc. pokironuka n. pl. `with many coloured onukes'.Compounds: Many compp., e.g. ποικιλό-θρονος (s. θρόνα and Bolling AmJPh 79, 275ff.), πολυ-ποίκιλος `much variegated' (E.; cf. below).Derivatives: 1. ποικιλ-ία f. `variegation, diversity, embroidering' (IA.); 2. - ίας m. fishname (Paus.; Strömberg Fischn. 25, Thompson Fishes s. v.), - ίς f. name of a bird that eats the lark's eggs (Arist.; Thompson Birds s. v.); 3. - εύς m. `broiderer, stitcher' (Alex. Com.). 4. Denominat.: a. - ίλλω, also w. δια-, κατα- a.o., `to make varicoloured, to work artfully etc.' with - ιλμα n. `varicoloured work, stitching, weave' (Il.; Wace AmJArch 1948, 51 f., 452; Porzig Satzinhalte 188), - ιλμός m. `elaboration, decoration' (Epicur., Plu.), - ιλσις f. `id.' (Pl.); - ιλτής m. `broiderer, stitcher' (Aeschin., Arist.), f. - ίλτρια (Str.), - ιλτικός `belonging to stitching' (LXX etc.); b. - ιλόω `to stitch' (A. Fr. 304 = 609 Mette); c. - ιλεύομαι `to be artful, versatile' (Vett. Val.).Origin: IE [Indo-European] [794] *peiḱ- `stitch, paint'Etymology: Formation like κό-ϊλος (: κόοι), ναυτ-ίλος (: ναύτης), ὀργ-ίλος (: ὀργή) etc.; like the two lastmentioned with secondary paroxytonesis (Schwyzer 379 a. 484f.); so from a noun of unknown stem (cf. Schwyzer 484 n. 5, also Specht Ursprung 121). To a basic word *ποῖκος agree several words of other languages: Skt. péśa- m. `ornament' (with peśalá- `ornamented, beautiful': ποικίλος), Av. paēsa- m. `leprosy', also `ornament' in zaranyō-paēsa-'with golden ornament' a.o., Lith. paĩšas m. `smut, dustspot'. With this formally identical a Germ. adj. for `motley', e.g. OHG OS fēh, Goth. filu-faihs `πολυποίκιλος'; prob. through secondary adjectivising like Av. paēsa- which also means `leprous'. The morphological identity of Goth. filu-faihs and Skt. puru-péśa- is accidental; the supposition (Porzig Gliederung 136), πολυ-ποίκιλος would be a cross of ποικίλος and *πολύ-ποικος (= puru-péśa-), is to be rejected, as the relatively late Gr. word may have been built after πολυ-δαίδαλος, which, orig. prob. a bahuvrihi, was reinterpreted as `very artfull' (s. δαίδαλος). -- IE *póiḱos m. belongs as nomen actionis to a verb `cut, stitch, scratch in, paint etc.' in Skt. piṃśáti `carve, cut, ornament', Slav., e.g. OCS pьsati `write' a. o.; IE *piḱ-; besides with final voiced cons. a.o. Lat. pingō `stitch with a needle, paint'. An old r-deriv. of the same verb is πικρός prop. `cutting in, stitching' (s. v.). Quite uncertain is the H.-gloss πεικόν πικρόν, πευκεδανόν; if correct, in formation comparable with λευκός. -- Further forms w. lit. in Bq (esp. on the meaning), WP. 2, 9f., Pok. 794f., W.-Hofmann s. pingō (very rich), Fraenkel s. paĩšas and piẽšti, Vasmer s. pisátь, Mayrhofer s. péśaḥ. -- (Quite uncertain πίγγαλος.)Page in Frisk: 2,572-573Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ποικίλος
-
3 πολύ-κεστος
πολύ-κεστος, viel od. reich gestickt, ἱμάς, ein viel durchnähter, gesteppter Riemen, Il. 3, 371, πολύῤῥαφος u. ποικίλος erkl.
-
4 πολύ-δαμνος
πολύ-δαμνος, viel bändigend, Hesych., der es auch πολυκέντητος, ποικίλος erkl.
-
5 πολυποίκιλος
πολῠ-ποίκῐλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυποίκιλος
-
6 πολυποίκιλος
πολυ-ποίκιλος, sehr bunt, sehr mannigfaltig -
7 πολυποικιλος
-
8 πολύτροπος
A much-turned, i.e. much-travelled, much-wandering, epith. of Odysseus, Od.1.1, 10.330.II turning many ways: metaph., shifty, versatile, wily, of Hermes, h.Merc.13, 439;τοῖς ἀσθενέσι καὶ π. θηρίοις Pl.Plt. 291b
; and in this sense Plato took the word as applied to Odysseus, Hp.Mi. 364e ([comp] Sup.), al.; τὸ π. τῆς γνώμης their versatility of mind, Th.3.83; τὸ π., of Alcibiades, Plu.Alc. 24.3 of diseases, changeful, complicated, Plu.Num.22; alsoπόλεμος τοῖς πάθεσι ποικίλος καὶ ταῖς τύχαις πολυτροπώτατος Id.Mar.33
;στρατεία Eun.Hist. p.223D.
III various, manifold,ξυμφοραί Th.2.44
; ἐπιθυμίαι, ἐθισμοὶ τῶν λέξεων, Epicur.Fr. 471, Nat.28.1 (p.7V.);κακά Ph.2.567
;ἔθνη Plu.Marc.12
;τύχαι Id.Alc.2
;ὄργια Lyr.Alex.Adesp.36.3
;τὸ π. Phld.Sign.26
. Adv.- πως
in many manners, Iatr.20.31, Ph.2.512, Ep.Hebr.1.1, Iamb.Comm.Math.12: [comp] Comp.,- ωτέρως καὶ ποικιλωτέρως Epicur.Nat.5
G.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύτροπος
См. также в других словарях:
πολυποίκιλος — η, ο / πολυποίκιλος, ον ΝΜΑ πάρα πολύ ποικίλος, αυτός που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία (α. «πολυποίκιλες αντιδράσεις» β. «πολυποίκιλα προβλήματα» γ. «ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ», ΚΔ) (μσν αρχ.) πολυποίκιλτος, πολύ διακοσμημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
νεοποίκιλος — νεοποίκιλος, ον (Α) αυτός που στολίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ποικίλος (πρβλ. πολυ ποίκιλος)] … Dictionary of Greek
πτεροποίκιλος — η, ο / πτεροποίκιλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει ποικίλο, πολύχρωμο φτέρωμα, αυτός που έχει πλουμιστά φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + ποικίλος (πρβλ. πολυ ποίκιλος)] … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
πολυδευκής — I Bλ. λ. Διόσκουροι. II (Αστρον.). Άστρο του αστερισμού των Διδύμων. Έχει οπτικό αστρικό μέγεθος 1,2 και είναι το λαμπρότερο του αστερισμού. Η λαμπρότητά του είναι 32 φορές μεγαλύτερη της ηλιακής. Απέχει από τον Ήλιο 11 παρσέκ. * * * ές, Α 1.… … Dictionary of Greek
μαλακόστρακα — Η μεγαλύτερη από τις εννέα ομοταξίες των καρκινοειδών, της οποίας έχουν περιγραφεί μέχρι σήμερα περισσότερα από 20.000 είδη. Τα μ. περιλαμβάνουν μια μεγάλη ποικιλία μορφών σώματος, και οργανισμούς κατά πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, όπως είναι… … Dictionary of Greek
Σάτυρος — I Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι άγνωστος ο τόπος της καταγωγής του καθώς και ο χρόνος που μαρτύρησε. Αποκεφαλίστηκε στην Καμπανία της Ιταλίας, μαζί με πολλούς άλλους των περισσότερων από τους οποίους τα ονόματα είναι άγνωστα. Η μνήμη… … Dictionary of Greek
νεοποίκιλτος — νεοποίκιλτος, ον (Α) νεοποίκιλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ποικίλλω (< ποικίλος), πρβλ. πολυ ποίκιλτος] … Dictionary of Greek