Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θνῄσκει

См. также в других словарях:

  • θνῄσκει — θνήσκω pres ind mp 2nd sg θνήσκω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θνήσκει — θνήσκω pres ind mp 2nd sg θνήσκω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ORESTEUM — urbs Arcadiae, quae Orestia ab ipso Oreste appellata. Steph. Αὐτὸς δὲ ὑπὸ ἐχίδνη; θνήσκει ἐις χωρίον τῆς Α᾿ρκαδίας, τὸ λεγόμενον Ο᾿ρέςτιον, Ipse autem viperae morsu interiit, in loco Aracadiae, Oresteum dicto. Et paulo post, Ε῎ςτι καὶ ἄλλη εν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευθύωρος — εὐθύωρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ευθεία κατεύθυνση 2. (το ουδ. ως επίρρ.) εὐθύωρον α) ευθύς, αμέσως («εὐθύωρον θνῄσκει», Προκ.) β) σε ευθεία διεύθυνση («ἄγει δὲ αὐτὸς εὐθύωρον ἐπὶ τὴν κοίτην τοῡ δράκοντος πνεῡμα θεῑον», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»