-
1 απιστία
ἀπιστίᾱ, ἀπιστίαunbelief: fem nom /voc /acc dualἀπιστίᾱ, ἀπιστίαunbelief: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀπιστίαι, ἀπιστίαunbelief: fem nom /voc plἀπιστίᾱͅ, ἀπιστίαunbelief: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀπιστία
A unbelief, distrust, πίστεις.. δμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας beliefs and disbeliefs, Hes.Op. 372;πίστει χρήματ' ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα Thgn.831
[ῑ]; τῶν θείων τὰ πολλὰ ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γινώσκεσθαι Heraclit.86
, cf. Pl.Grg. 493c;τοῖσι παρεοῦσι ἀ. πολλὴ ὑπεκέχυτο Hdt.3.66
, cf. 2.152;ὑπὸ ἀπιστίης Id.3.153
, al.; ὑπὸ ἀ. μὴ γενέσθαι τι from disbelief that.., Id.1.68; ἀ. πρὸς ἑαυτόν lack of self-confidence, Th.8.66; ; ; ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος to be in doubt, Pl.Phd. 107b;σώφρων ἀ. E.Hel. 1617
; πρὸς -ίαν τοῦ κατηγόρου to discredit him, Arist.Rh. 1398a10;ἡ ἀ. ἡ πρὸς ἀλλήλους Id.Pol. 1297a4
;ἀ. ἡ καθ' αὑτοῦ Longin.38.2
; .2 of things,τὰ εἰρημένα ἐς ἀ. πολλὴν ἀπῖκται Hdt.1.193
; πολλὰς ἀπιστίας ἔχει it admits of many doubts, Pl.R. 450c;ὁ λόγος εἰς ἀ. καταπίπτει Id.Phd. 88d
; καταβαλεῖν τινὰ εἰς ἀ. ib.c; ἀ. παρέχειν ib. 86e (interpol.); incredibility,Isoc.
17.48;ταῦτ' ἀπιστίαν ἔχει D. 10.44
.II want of faith, faithlessness,θνήσκει δὲ πίστις βλαστάνει δ' ἀ. S.OC 611
; treachery, And.3.2, X.An.2.5.21;βλέπειν ἀπιστίαν Eup.309
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπιστία
-
3 ἀπιστία
ἀπιστία, ας, ἡ (s. ἀπιστέω; Hes., Hdt. et al.; LXX, Philo, Joseph.; Just.; Tat. 32, 2; Ath. R. 60, 15 al.; s. Mayser 11f, 130)① unwillingness to commit oneself to another or respond positively to the other’s words or actions, lack of belief, unbelief (Mitt-Wilck. I/2, 155, 11; Jos., Ant. 2, 327; 19, 127) in our lit. always with God or divine action as referent (cp. Cercidas Iamb. [III B.C.], Fgm. 18 II, 8 Coll. Alex. p. 217 [=Anon. in turpilucrum 74: AnthLG, Diehl3 fasc.3=Knox 1929 p. 234]; Plut., Coriol. 232 [38, 4], Alex. 706 [75, 2] ἀ. πρὸς τὰ θεῖα καὶ καταφρόνησις αὐτῶν, De Superstit. 2 p. 165b; Ael. Aristid. 47, 66 K.=23 p. 462 D.; Philo, Leg. ad Gai. 118 ἀ. πρὸς τὸν τοῦ κόσμου παντὸς εὐεργέτην [w. ἀχαριστία], Mut. Nom. 201 al.; Jos., Ant. 10, 142). As response to Jesus by inhabitants of Nazareth Mt 13:58; Mk 6:6; a parent of a possessed pers. 9:24; disciples Mt 17:20 v.l. (for ὀλιγοπιστίαν); of some Judeans [ἀ]π̣ιστεί̣[α] PEg2 19; of Israelites toward God Ro 11:20 (τῇ ἀπιστίᾳ=because of their unbelief; ACharue, L’Incrédulité des Juifs dans le NT 1929; on the dat. of cause Schmid III 57; IV 59; M. Ant. 3, 1; ins in ENachmanson, Eranos 11, 1911, 220–25), 23; Hb 3:19. διακρίνεσθαι τῇ ἀπιστίᾳ waver in disbelief Ro 4:20. ἐποίησα ἐν ἀ. while I was still an unbeliever 1 Ti 1:13. καρδία πονηρὰ ἀπιστίας an evil, unbelieving heart Hb 3:12 (on the gen. s. Mlt. 74).—Among Christians w. διψυχία 2 Cl 19:2; w. ἀνομία GJs 20:1 (not pap). Personif. as one of the chief sins Hs 9, 15, 3. (Opp. πίστις) IEph 8:2.—As a characteristic of this age (w. ἀνομία) ending of Mark (16:14) in the Freer Ms. ln. 2.② lack of commitment to a relationship or pledge, unfaithfulness (X., An. 3, 2, 4 et al.; UPZ 18, 5 [163 B.C.]; Wsd 14:25; Philo, Spec. Leg. 2, 8, Decal. 172; Jos., Ant. 14, 349) Ro 3:3 (JGriffiths, ET 53, ’41, 118).—M-M. TW. -
4 απιστια
ион. ἀπιστίη ἥ реже pl.1) неверие, недоверие, неуверенность, сомнение Hes., Her., Aesch., Soph., Plat., Dem., Plut.2) недостоверность, неправдоподобие Xen.3) неясность исхода, ненадежность, превратность(πολέμου Isocr.)
4) неверность, вероломство(πρός τινα Xen.; τινός Polyb., Plut.)
-
5 απιστία
απιστιά η1) неверие, отсутствие веры; 2) недоверчивость; подозрительность; 3) недоверие; 4) неверность, измена (супружеская);η γυναίκα τού κάνει απιστιες — жена ему изменяет;
5) обман, вероломство, коварство;6) юр. растрата (казны) -
6 απιστία
απιστία ηневерие, отсутствие веры -
7 ἀπιστία
ἡ ἀπιστία безверие, неверие -
8 ἀπιστία
Βλ. λ. απιστία -
9 ἀπιστίᾳ
Βλ. λ. απιστία -
10 ἀπιστία
{сущ., 12}1. неверие, недоверие, неуверенность;2. неверность, вероломство (склонность к измене, нарушение слова).Ссылки: Мф. 13:58; 17:20; Мк. 6:6; 9:24; 16:14; Рим. 3:3; 4:20; 11:20, 23; 1Тим. 1:13; Евр. 3:12, 19.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀπιστία
-
11 απιστία
{сущ., 12}1. неверие, недоверие, неуверенность;2. неверность, вероломство (склонность к измене, нарушение слова).Ссылки: Мф. 13:58; 17:20; Мк. 6:6; 9:24; 16:14; Рим. 3:3; 4:20; 11:20, 23; 1Тим. 1:13; Евр. 3:12, 19.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > απιστία
-
12 ἀπιστία
невериеἀπιστίᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπιστία
-
13 ἀπιστίᾳ
невериемневерию [в] неверии неверии ἀπιστίαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπιστίᾳ
-
14 ἀπιστία
1. неверие, недоверие, неуверенность; 2. неверность, вероломство (склонность к измене, нарушение слова).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπιστία
-
15 απιστία
ηUntreue f -
16 ἀπιστία
-
17 απιστία
[апистиа] ουσ θ неверие, недоверие, измена. -
18 ἀπιστία
-
19 απιστία
infidélité -
20 απιστίας
ἀπιστίᾱς, ἀπιστίαunbelief: fem acc plἀπιστίᾱς, ἀπιστίαunbelief: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀπιστία — ἀπιστίᾱ , ἀπιστία unbelief fem nom/voc/acc dual ἀπιστίᾱ , ἀπιστία unbelief fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απιστία — (Noμ.).Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει εκείνος που ζημιώνει την περιουσία άλλου όταν του έχει ανατεθεί η επιμέλεια ή η διαχείρισή της με βάση κάποιο νόμο ή δικαιοπραξία. Απαιτείται το στοιχείο της πρόθεσης και τιμωρείται με φυλάκιση (10… … Dictionary of Greek
ἀπιστίᾳ — ἀπιστίαι , ἀπιστία unbelief fem nom/voc pl ἀπιστίᾱͅ , ἀπιστία unbelief fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απιστία — η 1. δυσπιστία: Είχε μιαν απιστία σ όλους γενικά τους ανθρώπους. 2. το να μην πιστεύει κανείς στο Θεό: Εδώ και μερικά χρόνια τον έχει κυριέψει η απιστία. 3. παραβίαση της συζυγικής πίστης: Έλεγαν ότι έκανε απιστίες στη γυναίκα του. 4. αδίκημα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπιστίας — ἀπιστίᾱς , ἀπιστία unbelief fem acc pl ἀπιστίᾱς , ἀπιστία unbelief fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστίαι — ἀπιστία unbelief fem nom/voc pl ἀπιστίᾱͅ , ἀπιστία unbelief fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστίαν — ἀπιστίᾱν , ἀπιστία unbelief fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστιῶν — ἀπιστία unbelief fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστίαις — ἀπιστία unbelief fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστίη — ἀπιστία unbelief fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστίην — ἀπιστία unbelief fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)