Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θηκτός

См. также в других словарях:

  • θηκτός — θηκτός, ή, όν (Α) [θήγω] ακονισμένος, κοφτερός …   Dictionary of Greek

  • θηκτός — sharpened masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηκτά — θηκτός sharpened neut nom/voc/acc pl θηκτά̱ , θηκτός sharpened fem nom/voc/acc dual θηκτά̱ , θηκτός sharpened fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηκτόν — θηκτός sharpened masc acc sg θηκτός sharpened neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηκτοῖο — θηκτός sharpened masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηκτοῖσιν — θηκτός sharpened masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηκτῇσιν — θηκτός sharpened fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηκτήν — θηκτός sharpened fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηκτῷ — θηκτός sharpened masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόθηκτος — νεόθηκτος, ον (Α) αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θηκτος (< θήγω «ακονίζω»), πρβλ. εύ θηκτος] …   Dictionary of Greek

  • οξύθηκτος — ὀξύθηκτος, ον (Α) 1. (για όπλα) ο ακονισμένος οξέως, αυτός που έχει αιχμηρή κόψη, κοφτερός 2. (για πρόσ.) μτφ. αυτός που κεντρίζεται βαθιά από πάθος, εμμανής, εξαγριωμένος. επίρρ... ὀξυθήκτως (Α) με οξύθηκτο, αιχμηρό τρόπο ή εξαγριωμένα, με μανία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»