-
1 νεοσμηκτος
-
2 νεόσμηκτος
νεόσμηκτοςnewly cleaned: masc /fem nom sg -
3 νεόσμηκτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόσμηκτος
-
4 νεόσμηκτος
νεό - σμηκτος ( σμάω): freshly polished, Il. 13.342†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > νεόσμηκτος
-
5 νεόσμηκτος
νεό-σμηκτος, neu, frisch abgerieben, blank gemacht -
6 νεόσμηκτον
νεόσμηκτοςnewly cleaned: masc /fem acc sgνεόσμηκτοςnewly cleaned: neut nom /voc /acc sg -
7 νεοσμήκτοις
νεόσμηκτοςnewly cleaned: masc /fem /neut dat pl -
8 νεοσμήκτου
νεόσμηκτοςnewly cleaned: masc /fem /neut gen sg -
9 νεοσμήκτους
νεόσμηκτοςnewly cleaned: masc /fem acc pl -
10 νεοσμήκτων
νεόσμηκτοςnewly cleaned: masc /fem /neut gen pl -
11 νεόσμηκτα
νεόσμηκτοςnewly cleaned: neut nom /voc /acc pl -
12 νεό-θηκτος
νεό-θηκτος, = Vorigem, Plut. Al. 9; bei Suid. Erkl. von νεόσμηκτος.
-
13 νεοσμήκτω
-
14 νεοσμήκτῳ
-
15 νεόθηκτος
νεό-θηκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόθηκτος
-
16 νεοκάθαρτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοκάθαρτος
См. также в других словарях:
νεόσμηκτος — νεόσμηκτος, ον (ΑΜ) αυτός που καθαρίστηκε πρόσφατα, φρεσκοτριμμένος, φρεσκογυαλισμένος («θωρήκων τε νεοσμήκτων, σακέων τε φαεινῶν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σμηκτος (< σμήχω «καθαρίζω»), πρβλ. αλί σμηκτος] … Dictionary of Greek
νεόσμηκτος — newly cleaned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόσμηκτον — νεόσμηκτος newly cleaned masc/fem acc sg νεόσμηκτος newly cleaned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσμήκτοις — νεόσμηκτος newly cleaned masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσμήκτου — νεόσμηκτος newly cleaned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσμήκτους — νεόσμηκτος newly cleaned masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσμήκτων — νεόσμηκτος newly cleaned masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσμήκτῳ — νεόσμηκτος newly cleaned masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόσμηκτα — νεόσμηκτος newly cleaned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek