-
1 αυτοθηκτος
-
2 αὐτόθηκτος
αὐτό-θηκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόθηκτος
-
3 αυτοθακτος
-
4 αυτόθηκτον
αὐτόθηκτοςself-sharpened: masc /fem acc sgαὐτόθηκτοςself-sharpened: neut nom /voc /acc sg -
5 αὐτόθηκτον
αὐτόθηκτοςself-sharpened: masc /fem acc sgαὐτόθηκτοςself-sharpened: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
αυτόθηκτος — αὐτόθηκτος, ον (Α) [θήγω] αυτός που έχει ακονιστεί από μόνος του, πολύ καλά ακονισμένος … Dictionary of Greek
αὐτόθηκτον — αὐτόθηκτος self sharpened masc/fem acc sg αὐτόθηκτος self sharpened neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)