-
1 νεό-θηκτος
νεό-θηκτος, = Vorigem, Plut. Al. 9; bei Suid. Erkl. von νεόσμηκτος.
-
2 νεοθηγής
νεο-θηγής, ές, u. νεό-θηκτος, neu geschärft -
3 νεόθηκτος
νεό-θηκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόθηκτος
-
4 νεοθηκτος
См. также в других словарях:
πάνθηκτος — ον, Μ (για ξίφος) ο πολύ οξύς, πάρα πολύ ακονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θηκτος (< θήγω «ακονίζω»), πρβλ. νεό θηκτος] … Dictionary of Greek