-
1 ἑτερό-θηκτος
ἑτερό-θηκτος, auf, einer Seite geschärft, einschneidig, Sp.
-
2 ἑτερόθηκτος
ἑτερό-θηκτος, auf einer Seite geschärft, einschneidig
См. также в других словарях:
ετερόθηκτος — ἑτερόθηκτος, ον (Μ) (για ξίφη) αυτός που έχει ακονισμένη τη μία πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θηκτός < θήγω «ακονίζω, οξύνω»)] … Dictionary of Greek