-
1 πάν-θηκτος
πάν-θηκτος, sehr geschärft, Sp.
-
2 πάνθηκτος
См. также в других словарях:
πάνθηκτος — ον, Μ (για ξίφος) ο πολύ οξύς, πάρα πολύ ακονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θηκτος (< θήγω «ακονίζω»), πρβλ. νεό θηκτος] … Dictionary of Greek