-
1 ἀμφί-θηκτος
ἀμφί-θηκτος, dasselbe, eigtl. auf beiden Seiten geschärft, ξίφος Soph. Ant. 1309, Schol. δίστομος.
-
2 ἀμφίθηκτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίθηκτος
-
3 ἀμφίθηκτος
ἀμφί-θηκτος, dass., eigtl. auf beiden Seiten geschärft -
4 αμφιθηκτος
См. также в других словарях:
αμφίθηκτος — ἀμφίθηκτος, ον (Α) ο αμφιθηγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * θηκτος < θ. θηγ , θήγω + κατάλ. τος] … Dictionary of Greek