-
21 θεραπειών
-
22 θεραπειῶν
-
23 θεραπείησι
-
24 θεραπείῃσι
-
25 θεραπείησιν
-
26 θεραπείῃσιν
-
27 θεραπηίαις
θεραπηΐαις, θεραπείαservice: fem dat pl (ionic)θεραπηΐαις, θεραπήιοςfem dat pl (ionic)θεραπηίηservice: fem dat pl -
28 θεραπηίην
θεραπηΐην, θεραπείαservice: fem acc sg (epic ionic)θεραπηΐην, θεραπήιοςfem acc sg (epic ionic)θεραπηίηservice: fem acc sg (epic ionic) -
29 θεραπηίης
θεραπηΐης, θεραπείαservice: fem gen sg (epic ionic)θεραπηΐης, θεραπήιοςfem gen sg (epic ionic)θεραπηίηservice: fem gen sg (epic ionic) -
30 γράμμα
γράμμα, ατος, τό, [dialect] Dor. [full] γράθμα, prob. in IG4.506 (Heraeum, vi/v B. C.), cf. An.Ox.1.102, but [full] γράσσμα, IG4.554 (Argos, v B. C.): late [dialect] Aeol. pl. [full] γρόππατα, Epigr.Gr.990.11 ([place name] Balbilla): ([etym.] γράφω):—A that which is drawn: pl., lines of a drawing, picture, etc., E. Ion 1146 (of tapestry), Theoc.15.81; picture,Ἀπέλλεω γ. Herod.4.73
, cf. AP 6.352 ([place name] Erinna): sg., drawing, picture, Pl.R. 472d, Cra. 430e, cf. 431c: pl., figures in a picture, Procop.Gaz.Ecphr.p.157B.II written character, letter, Hdt.1.139, 148, etc.: in pl., letters, characters,γραμμάτων τε συνθέσεις A.Pr. 460
;πηλίκοις γ. Ep.Gal.6.11
; the letters, the alphabet, Hdt.5.58;τὰ γ. καὶ τὰς συλλαβάς Pl.Cra. 390e
;γ. Φοινίκια S.Fr. 514
; Ἀσσύρια, Ἑλληνικά, Hdt.4.87;γράμματα ἐπίστασθαι Pl.Lg. 689d
; μαθεῖν to have learnt to read, Id.Prt. 325e;γ. μὴ εἰδέναι SIG2844.6
; ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ' ἐφοίτων you kept school—I went there, D.18.265;ἤτοι τέθνηκεν ἢ διδάσκει γ. Com.Adesp.20
;παιδεύειν γράμματα Arist.Pol. 1337b24
; τέχνη ἡμῶν γ. our profession is that of the scribe, PTeb.316.16 (i A. D.).b articulate sound, letter, Pl.Phlb. 18c;τὰ γ. πάθη ἐστὶ τῆς φωνῆς Arist.Pr. 895a12
; γράμματα φθέγγεσθαι ib.8, cf. PA 660a5.c παρὰ γράμμα λέγοντα.. σκοπεῖν etymologically, Id.MM 1185b39; τὰ παρὰ γ. σκώμματα puns, Id.Rh. 1412a28; but ἀρετὴν παρὰ γ. διώκοντες, with ref. to Νικαρέτη, the mistress of Stilpo, Crates Theb.1.d inscription,τὸ Δελφικὸν γ. Pl.Phdr. 229e
, cf. Chrm. 164d, X.Mem.4.2.24, etc., IG 2.2876, al.: prov.,εἰς πέλαγος.. γράμματα γράψαι Epigr.Gr.1038.8
([place name] Attalia).2 in pl., notes in music, AP11.78 (Lucill.).3 mathematical diagram, Epigr. ap. D.L.8.12.4 letter inscribed on the lots which the δικασταί drew, Ar.Pl. 277, al., Arist.Ath.64.4; practically, = division of dicasts,ἐν ὁποίῳ γ. δειπνεῖ Ar.Ec. 683
; ἁ κατὰ γράμμα φυλακά the roster of guards, SIG569.21 (Cos, iii B. C.).5 a small weight, 1/24 ounce, scruple, Androm. ap. Gal.13.114, Gp.7.13.2, PLips. 62 ii 27 (iv A. D.).III in pl., set of written characters, piece of writing, Hdt.1.124: hence, letter, Id.5.14, IG22.103.8, etc.;γραμμάτων πτυχαί S.Fr. 144
, cf. E.IT 594, al., Pl.Ep. 347c; inscription, epitaph, etc.,ἐκόλαψε ἐς τὸν τάφον γράμματα λέγοντα τάδε Hdt. 1.187
, cf. 4.91, And.3.12, Theoc.18.47, IG3.751.2 papers, documents, Antipho 1.30, D.36.21, etc. (sg., D.Chr.65.14); τούτων τὰ γ. the documents to prove this, Lys.32.14;τὰ γ. τῆς δίκης Ar.Nu. 772
; τὰ δημόσια γ. the public records, Decr. ap. D.18.55; title-deeds, D.C.65.14; account of loans, D.49.59; ; contract or estimate, BCH46.323 ([place name] Teos); catalogue, X.Cyr.7.4.12: in sg., bond, Ev. Luc.16.7; note of hand, J.AJ18.6.3.3 a man's writings, i.e. book, treatise,τὰ τοῦ Ζήνωνος γ. Pl.Prm. 127c
(but sg., ib. 128a): pl., books, X.Mem.4.2.1;Πλάτωνος τὸ περὶ ψυχῆς γ. Call.Epigr.25
, cf. AP9.63 (Asclep.), Gal.18(2).928; τὰ ἱερὰ γ. the Holy Scriptures, OGI56.36 (iii B. C.), Ph.2.574, 2 Ep.Ti.3.15, J.Ap.1.10; ἱερὰ γ., = Imperial rescripts, IG12(5).132 (Paros, iii A. D.); = hieroglyphics, OGI90.54 (Rosetta, ii B. C.): in sg., the Law of Moses, Ep.Rom.2.27, al.; opp. πνεῦμα, ib.29: sg., article of a treaty, Th. 5.29.4 laws or rules, Pl.R. 425b, Plt. 292a, al., Ar.Ec. 1050; κατὰ γράμματα ἄρχειν, opp. ἄνευ γραμμάτων, Pl.Plt. 293a;ἡ κατὰ γ. καὶ νόμους πολιτεία Arist.Pol. 1286a15
, cf. 1272a38: οἱ κατὰ γ. νόμοι, opp. οἱ κατὰ τὰ ἔθη, ib. 1287b5, cf. Pl.Plt. 299d;κατὰ γράμματα ἰατρεύεσθαι Arist.Pol. 1287a34
; ἡ ἐκ τῶν γ. θεραπεία ib.40.IV in pl., also, letters, learning,ἀπείρους γραμμάτων Pl.Ap. 26d
, etc. -
31 γυμναστικός
A fond of athletic exercises, skilled in them, Hp.Aph.1.3;γ. ἢ ἰατρός Pl. Prt. 313d
: [comp] Comp., Philostr.Gym.35: [comp] Sup., ib.11; of the gymnastic master (opp. παιδοτρίβης, q.v.), Arist.Pol. 1288b18;γ. [θεραπεία] Pl. Grg. 464b
: ἡ-κή (with or without τέχνη),gymnastics, Id.Smp. 187a, etc. Adv. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμναστικός
-
32 θεραπευσία
θερᾰπ-ευσία, ἡ, rarer form forGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεραπευσία
-
33 θεραπευτικός
A inclined to serve, c. gen.,τῶν φίλων X.Ages.8.1
;εὐσέβεια δύναμις θ. θεῶν Pl.Def. 412e
;θεοῦ Ph.1.202
(but τὸ θ. γένος, = θεραπευταί, Id.2.473); inclined to court, τῶν δυνατῶν, τοῦ πλήθους, Plu.Lys.2, Comp.Lyc. Num.2;τὸ θ. τῆς ὁμιλίας Id.Lys.4
.2 abs., courteous, obsequious, in good and bad sense, X.HG3.1.28 ([comp] Comp.), Plu.Luc.16;θ.παρρησία Id.2.74a
. Adv.- κῶς Id.Art.4
;θ. ἔχειν τινός Ph.1.186
, cf. Str.6.4.2.2 esp. of medical treatment, ἕξις θ. a valetudinarian habit of body, Arist.Pol. 1335b7; ἡ -κή, = θεραπεία, Pl.Plt. 282a; also τὸ -κόν therapeutics, Dsc. Ther.Praef. (but also τὸ περὶ παθῶν θ., title of a work on moral remedies by Chrysippus, Phld.Ir.p.17 W.); περὶ θ. μεθόδου, title of work by Galen.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεραπευτικός
-
34 θεραπηΐη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεραπηΐη
-
35 θεραπουσία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεραπουσία
-
36 κακοθεραπεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοθεραπεία
-
37 παρασχιστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασχιστικός
-
38 παρημοσύνη
παρημοσύνη· θεραπεία, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρημοσύνη
-
39 πλανάω
πλᾰν-άω, [tense] fut. - ήσω LXX 4 Ki.4.28, etc.:—[voice] Pass. and [voice] Med., [tense] fut. - ήσομαι Pl.Hp.Mi. 376c, Luc.Peregr.16, - ηθήσομαι D.H.Dem.9, Luc. VH2.27: [tense] aor.A , Th.5.4, etc.: [tense] pf.πεπλάνημαι A.Pr. 565
(anap.), Hdt.7.16.β', Pl.Plt. 264c, etc.: ([etym.] πλάνη):—Prose verb, = πλάζω (used once in Hom., also by Trag., Pi. (v. infr.), and Sapph. Supp.10.15), cause to wander, A.Pr. 572 (lyr.), Hdt.4.128.3 lead astray, mislead, deceive, ἢ γνώμη πλανᾷ; S.OC 316, cf. Pl.Prt. 356d, Lg. 655c, Theognet. 2.2, Men.Pk.79 ;τὸν ὄχλον Ev.Jo.7.12
;τὸ ἀόριστον πλανᾷ Arist.Rh. 1415a14
;τὰ μὴ πλανῶντα Id.Mete. 347b35
; πλανῶν τὴν ἔξοδον, of the Labyrinth, Apollod.3.1.4.II [voice] Pass., wander, stray,ἵπποι πλανόωνται ἀνὰ δρόμον Il.23.321
;ὅποι γῆς.. πεπλάνημαι A.Pr. 565
(anap.);π. εἰς πόλεις Lys.12.97
;κατὰ τὴν χώραν Isoc.6.76
;περὶ τὰ πεδία Pl.Plt. 264c
: abs., S.OC 347, etc.; of the planets, Pl.Lg. 822a, Arist.Mete. 346a2, etc.: metaph.,νοῦς ἐν αὑτῷ ὁ ἀληθινὸς πέφυκε πλανᾶσθαι Plot.6.7.13
; of reports, travel abroad, πολλὰ.. ἐμπόρων ἔπη φιλεῖ π. S.OC 304.b c.acc.loci, πλανηθεὶς τήνδε βάρβαρον χθόνα having wandered over it, E.Hel. 598 ;πᾶσαν γῆν Plu.Luc.34
: c.acc. cogn., πολλοὺς ἑλιγμοὺς πλανώμενοι wandering about as in a labyrinth, X.Cyr.1.3.4.3 c. gen., πλαναθεὶς καιροῦ having missed the right moment, Pi.N.8.4.4 do a thing irregularly or with variation, Hdt.6.52; ἐνύπνια τὰ ἐς ἀνθρώπους πεπλανημένα the varying dreams that visit them, Id.7.16.β' ; πλανωμένη πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνει A.Pr. 277
; πεπλανημένον τρόπον irregularly, Hp.Prog.24 ; to be unsettled,τὰ τῆς ἐλευθερίας ἔτι πλανώμενα καταστήματα IG42(1).81.13
(Epid., i A.D.).5 to be in doubt or at a loss,π. τὸ θέλει τὸ ἔπος εἶπαι Hdt.6.37
: more freq. abs., A.Pr. 473, etc.;π. καὶ ἀπορῶ Pl.Hp. Ma.304c
;ἡ ψυχὴ π. καὶ ταράττεται Id.Phd. 79c
; π. τῇ διανοίᾳ, ταῖς διανοίαις, Isoc.15.52, Ep.6.10 ;πεπλανημένην ἔχειν τὴν διάνοιαν Id.15.265
;πλανωμένων θεραπεία παθῶν Diog.Oen.27
.6 in forensic Rhet., χρώματα πεπλανημένα, μετάθεσις πεπ., of alternative pleas, Hermog. Stat.3. -
40 προκαταβολή
προκατα-βολή, ἡ,A payment on account: in [dialect] Att. Law, caution money paid down by a farmer of the revenue, AB193, EM148.52, Phot.II foundation: metaph. of medical treatment,π. τῇ θεραπείᾳ Philum.Ven.3.1
; condition precedent, Ammon, in Int.145.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαταβολή
См. также в других словарях:
θεραπεία — θεραπείᾱ , θεραπεία service fem nom/voc/acc dual θεραπείᾱ , θεραπεία service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) θεραπείᾱ , θεραπείη service fem nom/voc/acc dual θεραπείᾱ , θεραπείη service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπείᾳ — θεραπείᾱͅ , θεραπεία service fem dat sg (attic doric aeolic) θεραπείᾱͅ , θεραπείη service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ … Dictionary of Greek
θεραπεία — η 1. περίθαλψη του αρρώστου, αποκατάσταση της υγείας: Υποβλήθηκε σε εντατική θεραπεία. – Ριζική θεραπεία. 2. τα μέσα και η μέθοδος νοσηλείας: Ο γιατρός δεν εφάρμοσε σωστή μέθοδο θεραπείας. 3. καλλιέργεια, επίδοση σε κάτι με ζήλο: Θεραπεία των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιτιολογική θεραπεία — Η θεραπεία που αποβλέπει στην εξάλειψη της αιτίας μιας νόσου και όχι μόνο των συμπτωμάτων της … Dictionary of Greek
θεραπείας — θεραπείᾱς , θεραπεία service fem acc pl θεραπείᾱς , θεραπεία service fem gen sg (attic doric aeolic) θεραπείᾱς , θεραπείη service fem acc pl θεραπείᾱς , θεραπείη service fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμοθεραπεία — Θεραπεία με παρεντερική χορήγηση αίματος (μετάγγιση). * * * η Ιατρ. γενικά η χρησιμοποίηση αίματος και συχνότερα τού αίματος τού ίδιου τού αρρώστου για θεραπεία (αυτοαιμοθεραπεία). [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αίμα + θεραπεία, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
θεραπείαι — θεραπείᾱͅ , θεραπεία service fem dat sg (attic doric aeolic) θεραπείᾱͅ , θεραπείη service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπείαν — θεραπείᾱν , θεραπεία service fem acc sg (attic doric aeolic) θεραπείᾱν , θεραπείη service fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοθεραπεία — Θεραπεία που αποσκοπεί να βοηθήσει ανθρώπους να ξεπεράσουν προβλήματα μέσω της προφορικής επικοινωνίας. Στα χέρια ειδικευμένων επιστημόνων αποδεικνύεται χρήσιμη σε ποικιλία περιπτώσεων, από τις ελαφρύτερες, όπως είναι τα προβλήματα άρθρωσης,… … Dictionary of Greek
Βατάτζης, Βασίλειος — (Θεραπεία Κωνσταντινούπολης 1693 – ;). Λόγιος. Γνώριζε καλά την αραβική και την τουρκική. Ως εμπορευόμενος, ταξίδεψε σε πολλές χώρες και σχετίστηκε φιλικά με τον σάχη της Μπουχάρας Ναντίρ, που τον διόρισε πρεσβευτή της χώρας του στην Πετρούπολη.… … Dictionary of Greek