Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ῥητορικόν

См. также в других словарях:

  • ῥητορικόν — ῥητορικός oratorical masc acc sg ῥητορικός oratorical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτεύω — ΝΜΑ [σῑτος] δίνω άφθονη τροφή σε πτηνό ή σε άλλο ζώο για να παχύνει (α. «κίχλην παρά Λουκούλλῳ σιτευομένην», Πλούτ. β. «πιαίνει λέγε μὴ σιτεύει οὐ γὰρ ῥητορικόν», Θωμ. Μάγ.) νεοελλ. (για κρέας) παραμένω ωμός για ένα χρονικό διάστημα ώσπου να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»