-
1 ρητορικόν
-
2 ῥητορικόν
-
3 γυμναστικός
A fond of athletic exercises, skilled in them, Hp.Aph.1.3;γ. ἢ ἰατρός Pl. Prt. 313d
: [comp] Comp., Philostr.Gym.35: [comp] Sup., ib.11; of the gymnastic master (opp. παιδοτρίβης, q.v.), Arist.Pol. 1288b18;γ. [θεραπεία] Pl. Grg. 464b
: ἡ-κή (with or without τέχνη),gymnastics, Id.Smp. 187a, etc. Adv. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμναστικός
См. также в других словарях:
ῥητορικόν — ῥητορικός oratorical masc acc sg ῥητορικός oratorical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτεύω — ΝΜΑ [σῑτος] δίνω άφθονη τροφή σε πτηνό ή σε άλλο ζώο για να παχύνει (α. «κίχλην παρά Λουκούλλῳ σιτευομένην», Πλούτ. β. «πιαίνει λέγε μὴ σιτεύει οὐ γὰρ ῥητορικόν», Θωμ. Μάγ.) νεοελλ. (για κρέας) παραμένω ωμός για ένα χρονικό διάστημα ώσπου να… … Dictionary of Greek