-
1 θεραπεία
θεραπείᾱ, θεραπείαservice: fem nom /voc /acc dualθεραπείᾱ, θεραπείαservice: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)θεραπείᾱ, θεραπείηservice: fem nom /voc /acc dualθεραπείᾱ, θεραπείηservice: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————θεραπείᾱͅ, θεραπείαservice: fem dat sg (attic doric aeolic)θεραπείᾱͅ, θεραπείηservice: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 θεραπεία
θεραπεία, ας, ἡ (s. two next entries; Eur., Hdt.+; ins, pap, LXX, TestJob 38:8; JosAs, EpArist, Philo, Joseph.; Just., A I, 9, 3; Ath., R. 49, 10 al.; Just., A I, 12, 5 and Tat. 34, 2 ‘cultic service’) gener. ‘serving, service, care’ bestowed on another.① the use of medical resources in treating the sick, treatment, esp. healing (Hippocr. et al.; PTebt 44, 6–9 [114 B.C.] ὄντος μου ἐπὶ θεραπείᾳ ἐν τῷ … Ἰσιείῳ χάριν τ. ἀρρωστίας ‘when I was in the … shrine of Isis for treatment of a malady’; Sb 159, 4f; 1537b; TestJob 38:8).ⓐ lit. (Diod S 1, 25, 7 [pl.]; 17, 89, 2; Lucian, Abdic. 7; Philo, Deus Imm. 63; Jos., Vi. 85) Lk 9:11. θεραπείας ποιεῖν perform healings Ox 1 recto, 12f (ASyn. 33, 85; cp. GTh 31); τὰς θ. ἐπετέλουν GJs 20:2 (codd. not pap).ⓑ fig., w. obj. gen. (cp. Pla., Prot. 345a τ. καμνόντων; Sb 1537b; θ. ὅλου σώματος; SIG 888, 125; Philo, Spec. Leg. 1, 191 θ. ἁμαρτημάτων) θ. τῶν ἐθνῶν Rv 22:2.② =οἱ θεράποντες servants (Hdt. et al.; Gen 45:16; Esth 5:2b; JosAs; Philo, In Flacc. 149; Jos., Bell. 1, 82, Ant. 4, 112) καταστῆσαί τινα ἐπὶ τῆς θ. put someone in charge of the servants (cp. Polyb. 4, 87, 5 ὁ ἐπὶ τῆς θ. τεταγμένος) Lk 12:42; Mt 24:45 v.l.—DELG s.v. θεράπων. M-M. TW. -
3 θεραπεία
A service, attendance:I of persons, θ. τῶν θεῶν service paid to the gods, Pl. Euthphr. 13d, cf. E.El. 744 (lyr.);θεῶν καὶ ἡρώων θεραπεῖαι Pl.R. 427b
, etc.;ἡ περὶ τοὺς θεοὺς θ. Isoc.11.24
; ἀγυιάτιδες θ. worship of Apollo Agyieus, E. Ion 187;τὴν θ. ἀποδιδόναι τοῖς θεοῖς Arist.Pol. 1329a32
;θ. τῆς μήνιδος Jul.Or.5.159b
: abs.,πᾶσαν θ. ὡς ἰσόθεος θεραπευόμενος Pl.Phdr. 255a
, cf. Antipho 4.2.4; of parents,γονέων θεραπείας καὶ τιμάς Pl.Lg. 886c
, cf. Gorg.Fr.6 D.; of children, nurture, care,μικροὺς παῖδας θεραπείας δεομένους Lys.13.45
;θ. καὶ ἐσθής X.Mem.3.11.4
; θ. σώματος, ψυχῆς, Pl.Grg. 464b, La. 185e.2 service done to gain favour, paying court,θ. τοῦ κοινοῦ καὶ τῶν αἰεὶ προεστώτων Th.3.11
;ἐν θεραπείᾳ ἔχειν πολλῇ Id.1.55
;πάσῃ θεραπείᾳ θεραπεύειν τινά X.HG 2.3.14
;θεραπείαις προσαγαγέσθαι Isoc.3.22
;τῇ θ. ψυχαγωγούμενος D.59.55
.II medical or surgical treatment or cure, χειρός, ποδός, Hp.l.c.; αἱ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν θ. αἱ διὰ καύσεων γιγνόμεναι cures by cautery, Pl.Prt. 354a; ἡ ἐκ τῶν γραμμάτων θ. treatment secundum artem, Arist.Pol. 1287a40, cf. Gal.1.400, etc.;τῶν καμνόντων Pl.Prt. 345a
, cf. Th.2.51, Phld.Ir.p.21 W.;τοῦ σώματος Id.Lib.p.19
O., Vit.Philonid.p.9 C.; healing,θεραπείας ἐπιτυχών Sammelb. 1537b
: in pl., cures,ἰατρὸς ποιεῖ -είας POxy.1r
.13.2 of plants, cultivation, Pl.Tht. 149e, Thphr.HP2.2.12.4 preparation of fat for medical use, Dsc.2.76.IV in collective sense, body of attendants, retinue, Hdt.1.199, 5.21, 7.184, LXXGe. 45.16;σὺν ἱππικῇ θ. X.Cyr.4.6.1
;ὁ ἐπὶ τῆς θ. τεταγμένος Plb.4.87.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεραπεία
-
4 θεραπείᾳ
Βλ. λ. θεραπεία -
5 θεραπεία
-ας + ἡ N 1 1-0-2-3-0=6 Gn 45,16; Jl 1,14; 2,15; Est 2,12; 5,1attendance, homeguard Gn 45,16ἡμέραι τῆς θεραπείας days of pu-rification, days of treatment of the body Est 2,12; τὰ ἱμάτια τῆς θεραπείας penitential garment, sackcloth Est 5,1; κηρύξατε θεραπείαν proclaim a solemn service Jl 1,14Cf. HARL 1986a, 80.291; THACKERAY 1909, 36; WEINFELD 1980 394-396(esp. 395 n.9) -
6 θεραπεία
1) therapy2) treatmentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θεραπεία
-
7 θεραπείας
θεραπείᾱς, θεραπείαservice: fem acc plθεραπείᾱς, θεραπείαservice: fem gen sg (attic doric aeolic)θεραπείᾱς, θεραπείηservice: fem acc plθεραπείᾱς, θεραπείηservice: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 θεραπείαι
θεραπείᾱͅ, θεραπείαservice: fem dat sg (attic doric aeolic)θεραπείᾱͅ, θεραπείηservice: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 θεραπείαν
θεραπείᾱν, θεραπείαservice: fem acc sg (attic doric aeolic)θεραπείᾱν, θεραπείηservice: fem acc sg (attic doric aeolic) -
10 θεραπείη
θεραπείαservice: fem nom /voc sg (epic ionic)θεραπείηservice: fem nom /voc sg (epic ionic)——————θεραπείαservice: fem dat sg (epic ionic)θεραπείηservice: fem dat sg (epic ionic) -
11 θεραπείαις
θεραπείαservice: fem dat plθεραπείηservice: fem dat pl -
12 θεραπείαισιν
θεραπείαservice: fem dat pl (epic ionic aeolic)θεραπείηservice: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
13 θεραπείην
θεραπείαservice: fem acc sg (epic ionic)θεραπείηservice: fem acc sg (epic ionic) -
14 θεραπείης
θεραπείαservice: fem gen sg (epic ionic)θεραπείηservice: fem gen sg (epic ionic) -
15 θεραπηίας
θεραπηΐᾱς, θεραπείαservice: fem acc pl (ionic)θεραπηΐᾱς, θεραπείαservice: fem gen sg (attic doric ionic aeolic)θεραπηΐᾱς, θεραπήιοςfem acc pl (ionic)θεραπηΐᾱς, θεραπήιοςfem gen sg (attic doric ionic aeolic)θεραπηίᾱς, θεραπηίηservice: fem acc plθεραπηίᾱς, θεραπηίηservice: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 θεραπηίη
θεραπηΐη, θεραπείαservice: fem nom /voc sg (epic ionic)θεραπηΐη, θεραπήιοςfem nom /voc sg (epic ionic)θεραπηίηservice: fem nom /voc sg (epic ionic)——————θεραπηΐῃ, θεραπείαservice: fem dat sg (epic ionic)θεραπηΐῃ, θεραπήιοςfem dat sg (epic ionic)θεραπηίηservice: fem dat sg (epic ionic) -
17 συχνός
I in sg.,1 of Time, long, χρόνος ς. Hdt. 8.52, Pl.Phd. 57a, Gal.15.152, etc.; χρόνῳ σ. ὕστερον, σ. ὕστερον χρόνῳ, X.An.1.8.8, Pl.Grg. 518d: c. gen., συχνὸν τοῦ βίου a great part of life, Id.Ep. 322e.2 long in point of time, σ. λόγος a long speech, Id.Grg. 465e, etc.;μάλα σ. λόγος Id.Tht. 185e
; σ. πραγματεία long, wearisome, D.52.21.II of Number, many,ἔθνεα Hdt.1.58
;πόλιες Id.6.33
; πόνοι ib. 108; [ πρόλογοι] Ar.Ra. 1237; πληγαί, κακά, Id.Av. 1014, Pl.R. 544c, etc.; ἡμέρας συχνάς for many days together, Id.Prt. 313a, cf. D.35.30; τεκεῖν πέντε συχνὰ ταῖς αὐταῖς ὠδῖσι five at once, Plu.2.429f (s.v.l., τέκνα is cj.): c. gen.,συχναὶ τῶν νήσων Hdt.3.39
;σ. τῶν λόγων Pl.Grg. 519e
; τῶν ληφθέντων ς. Th.4.106, cf. X.An.5.4.16, etc.: abs., συχνοί many people together, Th.2.52, etc.; ἄλλοι ς. many others, Ar.Ec. 388.2 with sg. nouns, great, large,λεπαστή Theopomp.Com.41
;σφύραινα Antiph. 97
; [ τὸ πολίχνιον] σ. ποιεῖν make the small town populous, Pl.R. 370d;σ. χώρα Str.15.1.28
;οἰκία Anon.
ap. Suid.;σ. θεραπεία εὐνούχων Iamb.
ap. eund.b much, great, ; ; σ. ἔργον great, difficult, ib. 511c; σ. εὐλάβεια, σκέψις, μελέτη, great, constant, ib. 539b, Lg. 968b, Thphr.Fr. 175; σ. τὸ ὑπεραῖρον τὸ ὕδωρ large part (of the plant), Id.HP4.8.10; σ. εἶδος often-recurring, Pl.Plt. 287e; ἡ διοίκησις ς. the expense was great, D.59.42;σ. αἷμα ἐρρύη Hp.Epid.7.77
; διέρχεται φλέγμα ς. Gal.16.584; δεῖπνον ς. plentiful, AP6.303 ([place name] Aristo); σ. θεραπεία, πληθύς, ἀργύριον, etc., Plu.Publ.5, Pomp.39, Lys.16, etc.: c. gen.,τῆς μαρίλης συχνήν Ar. Ach. 350
.III of Space,προσεπιδεῖν καὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἐπὶ συχνόν Hp.Fract.14
; συχνοτέρας κινήσιας ἔχει more extensive movements, Id.Mochl.1.B the Adv. συχνῶς ( Antipho 3.3.3, PGiss.20.25 (ii A.D.), Gal. 16.684) is rare, the neut. συχνόν, συχνά being used instead,I often, much,συχνὸν διαμαρτάνεις Pl.Phdr. 257d
;συχνὰ χαίρειν ἐᾶν Id.Phlb. 59b
;ἐπὶ συχνόν Hp.Fract.14
.II dat. συχνῷ is freq. joined with a [comp] Comp. Adj., like πολλῷ, σ. βελτίων far better, Pl.Lg. 761d, cf. Hp.Mul.1.69, Gal.6.471; νεώτερος ἐμοῦ καὶ συχνῷ younger by a good deal, D.39.27. -
18 ἀλθαίνω
ἀλθαίνω, - ομαιGrammatical information: v.Meaning: `become whole and sound' (Hp.)Other forms: ἄλθετο (Il.). Fut. ἀλθήσομαι, - σω (Il.). ἀλθεῖν ὑγιάζειν (Hp. ap. Gal. 19, 76). ἄλθα θερμασία η θεραπεία H.; ἄλθος φάρμακον EM; ἀλθεύς ἰατρός H.; ἀλθαίνει αὔξει, θεραπεύει, ὑγιαίνει φάρμακον γὰρ ἄλθος H.Derivatives: The fut. ἀλθέξομαι (Aret.) perh. formed after its opposite πυρέξομαι of πυρέσσω (but Chantr. comments: "l'hypothése reste en l'air"; cf. συναλθάσσομαι; ἄλθεξις. On these forms Van Brock, Vocab. médical 198 - 207 ("capricieuses formations", all late). ἀλθεστήρια `medicine' (Nic.), cf. χαριστήρια, etc. (Chantr. Form. 63f.). - ἀλθαία plant name `marsh mallow', Thphr.; cf. Strömberg Pflanzennamen 81 (partly incorrect). On Ἄλθηπος, also Ἄλθηφος, Bechtel Hermes 56, 228 and the mythical name Άλθαία, s. below.Etymology: Άλθαίνω is connected with the root in ἄναλτος (q.v.) (Schwyzer 703 β). Cf. ἀλδαίνω. Chantr. notes that the word is originally used of the growth of damaged tissue; he translates ἄλθετο χείρ with "le bras se guérit". - However, the meaning `heal' is not evidently connected with ἀλ- `grow, feed'; the glosses give systematically the meaning `heal' etc.; θεραπεία means also `medical or surgical treatment'; θερμασία is less clear (false reading?); αὔξει also deviates (is it for ἀλδαίνω?). - The name Ἄλθηπ\/ φος is clearly Pre-Greek (cf. the river Αἴσηπος); so may be Άλθαία (the suffix - αια, - εια is also known in Pre-Greek); but we cannot be sure that the names belong to the verb. - An alternative etymology connects Skt. r̥dhnóti `obtain luckily', Rix MSS 27 (1970) 88 and Mayrhofer EWAia 1, 118.Page in Frisk: 1,72Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀλθαίνω
-
19 θεραπείαι
-
20 θεραπεῖαι
См. также в других словарях:
θεραπεία — θεραπείᾱ , θεραπεία service fem nom/voc/acc dual θεραπείᾱ , θεραπεία service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) θεραπείᾱ , θεραπείη service fem nom/voc/acc dual θεραπείᾱ , θεραπείη service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπείᾳ — θεραπείᾱͅ , θεραπεία service fem dat sg (attic doric aeolic) θεραπείᾱͅ , θεραπείη service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ … Dictionary of Greek
θεραπεία — η 1. περίθαλψη του αρρώστου, αποκατάσταση της υγείας: Υποβλήθηκε σε εντατική θεραπεία. – Ριζική θεραπεία. 2. τα μέσα και η μέθοδος νοσηλείας: Ο γιατρός δεν εφάρμοσε σωστή μέθοδο θεραπείας. 3. καλλιέργεια, επίδοση σε κάτι με ζήλο: Θεραπεία των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιτιολογική θεραπεία — Η θεραπεία που αποβλέπει στην εξάλειψη της αιτίας μιας νόσου και όχι μόνο των συμπτωμάτων της … Dictionary of Greek
θεραπείας — θεραπείᾱς , θεραπεία service fem acc pl θεραπείᾱς , θεραπεία service fem gen sg (attic doric aeolic) θεραπείᾱς , θεραπείη service fem acc pl θεραπείᾱς , θεραπείη service fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμοθεραπεία — Θεραπεία με παρεντερική χορήγηση αίματος (μετάγγιση). * * * η Ιατρ. γενικά η χρησιμοποίηση αίματος και συχνότερα τού αίματος τού ίδιου τού αρρώστου για θεραπεία (αυτοαιμοθεραπεία). [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αίμα + θεραπεία, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
θεραπείαι — θεραπείᾱͅ , θεραπεία service fem dat sg (attic doric aeolic) θεραπείᾱͅ , θεραπείη service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπείαν — θεραπείᾱν , θεραπεία service fem acc sg (attic doric aeolic) θεραπείᾱν , θεραπείη service fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοθεραπεία — Θεραπεία που αποσκοπεί να βοηθήσει ανθρώπους να ξεπεράσουν προβλήματα μέσω της προφορικής επικοινωνίας. Στα χέρια ειδικευμένων επιστημόνων αποδεικνύεται χρήσιμη σε ποικιλία περιπτώσεων, από τις ελαφρύτερες, όπως είναι τα προβλήματα άρθρωσης,… … Dictionary of Greek
Βατάτζης, Βασίλειος — (Θεραπεία Κωνσταντινούπολης 1693 – ;). Λόγιος. Γνώριζε καλά την αραβική και την τουρκική. Ως εμπορευόμενος, ταξίδεψε σε πολλές χώρες και σχετίστηκε φιλικά με τον σάχη της Μπουχάρας Ναντίρ, που τον διόρισε πρεσβευτή της χώρας του στην Πετρούπολη.… … Dictionary of Greek