Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

θεραπειῶν

  • 1 θεραπειών

    θεραπεία
    service: fem gen pl
    θεραπείη
    service: fem gen pl

    Morphologia Graeca > θεραπειών

  • 2 θεραπειῶν

    θεραπεία
    service: fem gen pl
    θεραπείη
    service: fem gen pl

    Morphologia Graeca > θεραπειῶν

  • 3 ὑγιαίνω

    ὑγιαίνω (ὑγιής; Theognis, Hdt.+; ins, pap, LXX, TestSol; TestJob 35, 2; Test12Patr; Philo, Joseph.; Ath., R. 2 p. 49, 30)
    to be in good physical health, be healthy, lit. Mt 8:13 v.l.; Lk 5:31 (Artem. 4, 22 οὐ τοῖς ὑγιαίνουσιν ἀλλὰ τοῖς κάμνουσιν δεῖ θεραπειῶν); 7:10; 15:27. As a formula in an epistolary greeting (e.g. Ltzm., Griech. Papyri2 [=Kl. T. 14] 1910 no. 1, 3 [=BGU 423]; 2, 3 [=BGU 846]; 8, 3 [=BGU 27]; 9, 4 [=BGU 38] and oft. in pap; cp. EpArist 41) 3J 2.
    to be sound or free from error, be correct, fig. in the Pastoral Epistles w. ref. to Christian teaching: ὑγιαίνουσα διδασκαλία 1 Ti 1:10; 2 Ti 4:3; Tit 1:9; 2:1. ὑγιαίνοντες λόγοι 1 Ti 6:3; 2 Ti 1:13. ὑγιαίνειν (ἐν) τῇ πίστει Tit 1:13; 2:2 (on its use w. the dat. cp. Jos., C. Ap. 1, 222). Cp. λόγος ὑγιής Tit 2:8 (ὑγιής 2). Thus, in accord w. prevailing usage, Christian teaching is designated as correct instruction, since it is reasonable and appeals to sound intelligence (Plut., Mor. 2f αὗται γάρ εἰσιν ὑγιαίνουσαι περὶ θεῶν δόξαι καὶ ἀληθεῖς ‘these are sound views about the gods and true’; Philo, Abr. 223 al. τοὺς ὑγιαίνοντας λόγους; Jos., C. Ap. 1, 222 οἱ ὑγιαίνοντες τῇ κρίσει [opp. ἀνόητοι]; Ath., R. 2 p. 49, 30 οὐχ ὑγιαινούσῃ κρίσει … χρωμένων. S. also ὑγιής 2).—MDibelius, Hdb. exc. on 1 Ti 1:10.—DELG s.v. ὑγιής. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ὑγιαίνω

См. также в других словарях:

  • θεραπειῶν — θεραπεία service fem gen pl θεραπείη service fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • ζαρίφης — Επώνυμο εθνικών ευεργετών και αγωνιστών. 1. Αθανάσιος. Αγωνιστής του 1821, από τη Λιβαδειά. Δραστήριος Φιλικός, όταν άρχισε η προπαρασκευή του Αγώνα, εργάστηκε με εξαιρετικό ζήλο και μεγάλη δραστηριότητα. Στη Βοιωτία μύησε πολλούς στο έργο της… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοθεραπεία — Tο σύνολο των θεραπευτικών τεχνικών, που χρησιμοποιούν ψυχικά μέσα για τη θεραπεία ψυχωτικών και νευρωτικών καταστάσεων. Η σύγχρονη ψ. ξεκινά από θεραπευτικές μεθόδους που βασίζονται στην υποβολή και στην ύπνωση, που συνδέονται με τη θεωρία του… …   Dictionary of Greek

  • γονιδίωμα — Το σύνολο του γενετικού υλικού που υπάρχει σε ένα κύτταρο. Στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς η έννοια αναφέρεται τόσο στο γενετικό υλικό που υπάρχει στον πυρήνα, όσο και στο γενετικό υλικό των οργανιδίων (δηλαδή των μιτοχονδρίων και των… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»