Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θειοῦ

См. также в других словарях:

  • θειοῦ — θειόω fumigate with brimstone pres imperat mp 2nd sg θειόω fumigate with brimstone imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θείου — Θείης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θείου — θεί̱ου , θεῖος 1 of masc/neut gen sg θεί̱ου , θεῖος 2 one s father s masc gen sg θειόω fumigate with brimstone pres imperat act 2nd sg θειόω fumigate with brimstone imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειωνιά ή ατμίδες θείου — Ηφαίστειο που χαρακτηρίζεται από την απουσία των τυπικών εκδηλώσεών του (δηλαδή είναι σβησμένο ή βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας) και η δραστηριότητά του περιορίζεται μόνο στην εκπομπή υδρατμών (θερμοκρασίας 130 165°C) μαζί με υδρόθειο και… …   Dictionary of Greek

  • ФЕУНТ —    • Θειου̃ς,          приток Алфея, в Северной Лаконии; н. Киtufarina. Paus. 8, 35, 3 …   Реальный словарь классических древностей

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • θειονικά οξέα — Οξυγονούχα οξέα του θείου, με τύπο H2SνO6 (όπου ν = 2, 3, 4, 5). Τα θ.ο. υπάρχουν μόνο σε διαλύματα, διασπώνται, αν απομονωθούν, αλλά τα άλατά τους είναι κρυσταλλικά σώματα. Το διθειονικό οξύ (H2S2O6) διασπάται εύκολα σε θειικό οξύ και διοξείδιο… …   Dictionary of Greek

  • αποθείωση — Διαδικασία με την οποία ελαττώνεται ή αφαιρείται το θείο ή θειούχες ενώσεις από διάφορες ουσίες. Η α. έχει ιδιαίτερη σημασία στη μεταλλουργία, στην οινολογία και στη διύλιση των πετρελαίων. Στην πρώτη περίπτωση επιδιώκεται αφαίρεση του θείου από… …   Dictionary of Greek

  • θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»