-
1 θειού
θειόωfumigate with brimstone: pres imperat mp 2nd sgθειόωfumigate with brimstone: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
2 θειοῦ
θειόωfumigate with brimstone: pres imperat mp 2nd sgθειόωfumigate with brimstone: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
3 Θείου
Θείηςmasc gen sg -
4 θείου
θεί̱ου, θεῖος 1of: masc /neut gen sgθεί̱ου, θεῖος 2one's father's: masc gen sgθειόωfumigate with brimstone: pres imperat act 2nd sgθειόωfumigate with brimstone: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
5 θείου
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θείου
-
6 θεῖος
θεῖος, α, ον, göttlich; – al göttliches Geschlechts, Ursprungs, von einer Gottheit abstammend, ϑεῖον γένος, Il. 6, 180; übh. von einem Gotte kommend, herrührend, ὀμφή 2, 41; ϑείᾳ μοίρᾳ, durch göttliche Fügung; ϑείαις ἐπιπνόαις Aesch. Suppl. 572, der sogar ϑείας Ἥρας sagt, 559; νόσος, von den Göttern verhängt, Soph. Ai. 185, wie μανία 605; παϑήματα Phil. 192; σὺ γὰρ νοσεῖς τόδ' ἄλγος ἐκ ϑείας τύχης 1326; ϑείᾳ κἀπδνῳ τύχῃ O. C. 1581. So auch τὸ ϑεῖον Διὸς σκῆπτρον Phil. 139; ἔμαϑε, ὡς ϑεῖον εἴη τὸ πρῆγμα, daß es von den Göttern herrühre, Her. 6, 69; ἔκ τινος ϑείας ἐπιπνοίας Plat. Rep. VI, 499 a. S. unten τὸ ϑεῖον. – bl unter göttlichem Schutze stehend, wie die Könige u. Sänger u. Herolde, Od. 4, 691 u. oft bei Hom.; auch ἅλς, πύργος, Il. 9, 214. 21, 526; einer Gottheit geweiht, heilig, ἀγών, χορός, 7, 298 Od. 8, 264; μοῠσα Soph. Tr. 639; ἅγνευμα Eur. El. 256. – c) bes. alles über die gewöhnlichen Kräfte des Menschen Hinausgehende, übermenschlich, übernatürlich, göttlich groß, stark, schön, übh. von jedem in seiner Art Vortrefflichen; von verschiedenen Helden; Hom. auch ϑεῖος ὑφορβός, Od. 16, 1; selbst von leblosen Dingen, ϑεῖον ποτόν, ein göttlicher Trank, Od.; ἀνήρ Pind. P. 6, 38, wie Aesch. Ag. 1527 u. A.; vgl. Plat. Men. 99 d καὶ αἵ γε γυναῖκες τοὺς ἀγαϑοὺς ἄνδρας ϑείους καλοῠσι, καὶ οἱ Λάκωνες, ὅταν τινὰ ἐγκωμιά ζωσιν ἀγαϑὸν ἄνδρα, ϑεῖος ἀνήρ, φασίν, οὗτος; Legg. I, 626 c II, 666 d; ϑεῖος μάντις Soph. O. R. 298; τέϑνηκε ϑεῖον Ἰοκάστης κάρα 1235; Ggstz τοῖς ἀνϑρωπείοις καὶ τοῖς ϑείοις Plat. Conv. 187 e; λόγους ϑείους τε καὶ ἀνϑρωπίνους Phaedr. 259 d. – Bes. τὸ ϑεῖον, das göttliche Wesen, die göttliche Vorsehung, wenn man von der Wirkung, der Macht der Götter spricht, ohne einen bestimmten Gott nennen zu können od. zu wollen, τὸ ϑεῖον πᾶν φϑονερόν Her. 1, 32, τοῦ ϑείου ἡ προνοίη 3, 108; τοῦ ϑείου χάριν, des Gottesdienstes halber, Thuc. 5, 70; ὥς τι ἡμαρτηκότα εἰς τὸ ϑεῖον Plat. Phaedr. 242 c; vgl. noch Xen. Cyr. 4, 2, 15 Hell. 7, 5, 13 u. κατὰ τὸ ϑεῖον unter κατά; Plat. vrbdt auch τὸ δαιμόνιον καὶ τὸ ϑεῖον, Rep. II, 382 e; – τὰ ϑεῖα, göttliche, heilige, überirdische Dinge, τὰ ϑεῖα ζητεῖν, sich mit der Erforschung des Ueberirdischen beschäftigen, Xen. Cyr. 8, 8, 2; περὶ τῶν ϑείων ὅσ' ἀφανῆ τοῖς πολλοῖς Plat. Soph. 232 b. – Bei D. Cass. u. ε. Sp. ist ϑεῖος das röm. divus. – Comparat. ϑει ότερος, öfter Plat., z. B. δύναμις Crat. 397 c;Superl., εἰ πάντων τῶν βίων ἐστὶ ϑειότατος Phi. 33 c, öfter. – Adv. ϑείως, göttlich, εὖ γε καὶ ϑείως Plat. Theaet. 154 d; ἵνα ϑειοτέρως δοκιῃ τοῖσι Πέρσῃσι περιεῖναι, mehr durch eine göttliche Bestimmung, Her. 1, 122; durch eine göttliche Fügung, zufällig, ϑείως πως ἀφικνοῦνται Xen. Cyr. 4, 2, 1; Hell. 7, 5, 10.
-
7 θειον
Iτό [θεῖος II]1) божествоτὸ θ. πᾶν φθονερόν (sc. ἐστιν) Her. — всякое божество завистливо;
ὥσπερ κατὰ θ. Arph. — словно по воле божества2) божественное начало, божественностьμάλιστα μετέχει τοῦ θείου ὅ ἄνθρωπος Arst. — (из всех живых существ) наиболее причастен божественному человек
3) pl. божественные дела, деяния(τὰ θεῖα ἐπαινεῖν Soph.)
4) pl. божественные вопросы(τὰ θεῖα ζητεῖν Xen.)
5) pl. почитание богов, религияἔρρει τὰ θεῖα Soph. — религия в упадке (досл. падает)
II(θείου ὀσμή Arst.; πῦρ καὴ θ. NT.)
θ. κακῶν ἄκος Hom. — сера - (очистительное) средство от зол ( сера употреблялась для культовых очищений) -
8 γυνή
γυνή, ἡ, das Weib, genit. γυναικός; γυναικί, γυναῖκα, ὦ γύναι, γυναῖκε, γυναικοῖν, γυναῖκες, γυναικῶν, γυναιξί (ν), γυναῖκας; diese Att. Formen sind zugleich die Homerischen, nur daß sich der dual. bei Homer nicht findet. Accus. τὴν γυνήν Pherecr. bei Bekk. A. 1 p. 86, 13 Etymol. m. 243, 24 Epimer. Hom. Cram. An. Ox. 1 p. 102, 11 (Mein. C. G. 2, 1 p. 295), vgl. Eustath. Iliad. 1, 340 p. 113, 30; vocat. ὦ γυνή Alcaeus comic. in Epimer. Hom. Cramer. An. Ox. 1 p. 102, 13 (Mein. C. G. 2, 2 p. 834); nomin. plur. αἱ γυναί Philippid. ap. Bekk. An. 1 p. 86, 12 (Mein. C. G. 4 p. 467) und Menand. ap. Cram. Epimer. Hom. An. Ox. 1 p. 102, 8 (Mein. C. G. 4 p. 327); accus. τὰς γυνάς poet. in Etymol. m. p. 243, 27. Nomin. γυναίξ oder γύναιξ bei Gramm. Von diesem nomin. ist auch der vocat. γύναι abzuleiten. Entstanden ist γυναίξ aus ΓΥΝΑ-FΙΞ, »Weibsbild«, εἰκών, ἔοικα, εἴκελος, ἴκελος; nach Buttmanns richtiger Bemerkung, Gramm. §. 58. Die einfache Form γυνή bedeutet die »Hervorbringende«, die »Gebärende«, verwandt γόνος, γονή, Plat. Cratyl. p. 414 a, Wurzel ΓΕΝ. Die Sicilischen Dorier sagten γάνα statt γυνή, Gregor. Corinth. Dial. Dor. p. 345. Unzweifelhaft war ΓΑΝ eine ältere Form der Wurzel ΓΕΝ, worauf z. B. auch das perf. γέγαα führt, und das verwandte γαῖα, s. d. W. Die Böoter sagten βάνα oder βανά statt γυνή, Corinna bei Herodian. Π. Μ. Λ. p. 18, 25 Apollon. Pronom. p. 65 a Bekk. (Bergk L. G. ed. 2 p. 948 no 21), Hesych. βάννα; βανῆκας Böotisch = γυναῖκας, Hesych. Unter Vergleichung des Gothischen quinô nimmt Ahrens Dial. Aeol. p. 172 ΓFΑΝΑ als gemeinsame Grundform von γυνή und βανά an. Danach wäre also wohl ΓFΑΝ die älteste nachweisbare Form der Wurzel; oder vielmehr ΙFΑ; denn daß das Ν secundär sei, beweis't schon γέγαα und γαῖα; vgl. κτείνω ΚΤΕΝΊ'Ω ΚΤΑ'Ω, τείνω ΤΕΝΊ'Ω ΤΑ'Ω u. s. w. Das Abfallen des Γ in βανά könnte so wenig befremden wie die Verwandelung des F in Β und das Verschwinden des F in γυνή. Das υ in γυνή ist nicht Umlaut des in γόνος, γονή zum Vorschein kommenden ο, sondern, wie eben auch dies ο, Umlaut des ursprünglichen Vocals der Wurzel, des in βανά, γάνα, γέγαα, γαῖα erhaltenen α. – Was die Bedeutung von γυνή anlangt, so bezeichnet dies Wort: – a) das Weib im Gegensatze zum Manne, ohne Rücksicht auf das Alter und gleichviel ob sie verheirathet ist oder nicht; z. B. Hom. Iliad. 15, 683 πολέες τέ ἑ ϑηήσαντο ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες; 17, 435 στήλη, ἥ τ' ἐπὶ τύμβῳ ἀνέρος ἑστήκῃ τεϑνηότος ἠὲ γυναικός; Odyss. 15, 168 οἱ δ' ἰύζοντες ἕποντο ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες; 6, 161 οὐ γάρ πω τοῐον εἶδον βροτὸν ὀφϑαλμοῖσιν, οὔτ' ἄνδρ' οὔτε γυναῖκα; 13, 308 μηδέ τῳ ἐκφάσϑαι μήτ' ἀνδρῶν μήτε γυναικῶν; Iliad. 24, 698. 708 Odyss. 19, 468. 21, 323; Herodot. 8, 88 οἱ μὲν ἄνδρες γεγόνασί μοι γυναῖκες, αἱδὲ γυναῖκες ἄνδρες. Pleonastisch Hom. ϑηλύτεραι γυναῖκες, Iliad. 8, 520 Od. 11, 386. 434. 15, 422. 23, 166. 24, 202. Mit Substantiven adjectivisch verbunden: γυνὴ ταμίη Odyss. 2, 345 Iliad. 6, 390, γυνὴ ἀλετρίς Odyss. 20, 105, γυνὴ Σικελὴ γρηΰς Odyss. 24, 211, δμωαὶ γυναῖκες Odyss. 7, 103 Iliad. 9, 477. Ohne δμωαί allein γυναῖκες die Mägde Odyss. 19, 497. 2, 108. 17, 319. Ohne Zusatz bezeichnet Odyss. 16, 334 γυναικί die Penelope, welche vs. 332 und 337 mit Nachdruck βασίλεια genannt wird, wie vs. 335 ihr Haus δόμος ϑείου βασιλῆος heißt. – b) das sterbliche Weib im Gegensatze zur Göttinn; z. B. Hom. Iliad. 11, 688 γυνὴ ἐικυῖα ϑεῇσιν, Iliad. 14, 315 οὐ γάρ πώ ποτέ μ' ὧδε ϑεᾶς ἔρος οὐδὲ γυναικὸς ϑυμὸν ἐνὶ στήϑεσσι περιπροχυϑεὶς ἐδάμασσεν; 16, 176 γυνὴ ϑεῷ εὐνηϑεῖσα; Odyss. 10, 228 ἔνδον γάρ τις ἐποιχομένη ἱστὸν καλὸν ἀοιδιάει ἢ ϑεὸς ἠὲ γυνή. Ausdrücklich ϑνητός hinzugefügt Odyss. 11, 244 ϑεὸν ϑνητήν τε γυναῖκα; Iliad. 20, 305 ὃν Κρονίδης περὶ πάντων φίλατο παίδων, οἳ ἕϑεν ἐξεγένοντο γυναικῶν τε ϑνητάων. – c) die verheirathete Frar die Ehefrau; Odyss. 6, 184 οὐ μὲν γὰρ τοῦ γε κρεῖσσον καὶ ἄρειον, ἢ ὅϑ' ὁμοφρονέοντε νοήμασιν οἶκον ἔχητον ἀνὴρ ἠδὲ γυνή; 11, 444 ἀλλ' οὐ σοί γ', Ὀδυσεῠ, φόνος ἔσσεται ἔκ γε γυναικός· λίην γὰρ πινυτή τε, καὶ εὖ φρεσὶ μήδεα οἶδεν, κούρη 'Ικαρίοιο περίφρων Πηνελόπεια; 1, 433; 19, 165 ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος ; Iliad. 6, 160 γυνὴ Προίτου; vs. 460 Ἕκτορος ἥδε γυνή; Odyss. 8, 523 ὡς δὲ γυνὴ κλαίῃσι φίλον πόσιν ἀμφιπεσοῦσα; γυνὴ δέσποινα Odyss. 7, 347; γυνὴ μήτηρ Theocrit. 27, 64; Odyss. 21, 72 ἀλλ' ἐμὲ ἱέμενοι γῆμαι ϑέσϑαι τε γυναῖκα, Homerische Figur, γῆμαι und ϑέσϑαι γυναῖκα stehn παραλλήλως; 15, 241 ἔνϑα δ' ἔγημε γυναῖκα καὶ ὑψερεφὲς ϑέτο δῶμα; 14, 211 ἠγαγόμην δὲ γυναῖκα πολυκλήρων ἀνϑρώπων, ich heirathete eine Frau aus einer reichen Familie; 15, 237 κασιγνήτῳ δὲ γυναῖκα ἠγάγετο πρὸς δώματα; Iliad. 9, 394 Πηλεύς ϑήν μοι ἔπειτα γυναῖκά γε μάσσεται αὐτός, var. lect. γαμέσσεται; Odyss. 9, 199 οὕνεκά μιν σὺν παιδὶ περισχόμεϑ' ἠδὲ γυναικὶ ἁζόμενοι; iliad. 8, 57 μέμασαν δὲ καὶ ὧς ὑσμῖνι μάχεσϑαι, χρειοῖ ἀναγκαίῃ, πρό τε παίδων καὶ πρὸ γυναικῶν; 4, 162 σύν τε μεγάλῳ ἀπέτισαν, σὺν σφῇσιν κεφαλῇσι γυναιξί τε καὶ τεκέεσσιν; Odyss. 13, 44 ὑμεῖς δ' αὖϑι μένοντες ἐυφραίνοιτε γυναῖκας κουριδίας καὶ τέκνα; Iliad. 10, 422 Odyss. 12, 42; γύναι Anrede des Ehemannes an seine Frau Odyss. 4, 148. 266. 8, 424, feierlicher ὦ γύναι 18, 259. Gegensatz ἑταίρα Isae. 3, 13; daselbst 14 γαμετὰς γυναῖκας und αἱ γαμεταὶ γυναῖκες; – γυναῖκες Kebsweiber, Beischläferinnen, im Gegensatz zur Ehefrau, Iliad. 24, 497; – Gegensatz παρϑέ νος Xen. An. 3, 2, 25 Theocr. 27, 63; γυναῖκας καὶ κόρας Xen. An. 4, 5, 9, vgl. Theocrit. 27, 64. – Auch von Thieren, Weibchen, Arist. Pol. 2, 3; Ath. XIII, 559 a. – Eigenthümlich γυναῖκά τε ϑήσατο μαζόν Il. 24, 58, wo μαζόν als nähere Bestimmung zu γυναῖκα gesetzt ist; Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῦ γυναικὸς μαζόν. Ὁμηρικὸν δὲ τὸ ἔϑος· »ἃς τὴν μὲν πρύμνην ἄμφεπε ( Iliad. 16, 124)«; vgl. Friedlaend. Aristonic. (Schematol.) p. 20.
-
9 κάτ-οχος
κάτ-οχος, 1) festgehalten; γαίᾳ κάτοχα Aesch. Pers. 219; οὐ μὴ 'ξεγερεἴς τὸν ὕπνῳ κάτοχον Soph. Trach. 974, vom Schlaf gefesselt; – von einer Gottheit besessen, begeistert, verzückt; Ἄρηϊ κάτοχον γένος Eur. Hec. 1090; ἐκ ϑεοῦ κάτοχος Plut. Rom. 19, öfter; Philostr. γυναῖκα κάτοχον ἐκ τοῦ ϑείου γιγνομένην Arr. An. 4, 13; τύφῳ, eingenommen, Luc. Demon. 5. – Bei den Aerzten von dee Starrsucht befallen (s. κατοχή); auch heißt die, Krankheit selbst ἡ κάτοχος. – 2) akt., festhaltend; καὶ μνημονικός Plut. Cat. min. 1; vgl. B. A. 105, 7; πλησάμενος ϑυμὸν Μούσης κατόχοιο bei Ath. V, 219 d, fesselnd, Freunde anziehend. – Aber κτῆσις κάτοχος καὶ βέβαιος ist ein fester Besitz, D. Hal. iud. de Is. 9. – Bei Poll. 2, 132 οἱ κάτοχοι, die vorragenden Theile des mittleren Halswirbels. – Adv., begeistert; ἐκ ϑεοῦ κατόχως ἐνϑουσιῶν Ael. V. H. 3, 9; = μνημονικῶς, B. A. 105; καὶ ἀκριβῶς βεβάφϑαι ib. 237, 14.
-
10 εξουθενητικος
-
11 περιγραφω
1) описывать, обводить(κύκλον Her.)
2) очерчивать, чертить, рисоватьτὰ περιγραφόμενα Diod. — очертания, границы3) определять, устанавливать(τοῦ ἔτους χρόνον Xen.)
περιεγέγραπτο ὑπὸ τοῦ θείου Xen. — было предопределено свыше4) ограничивать(τὸ μέγεθος τῆς ἐξουσίας ὅροις Polyb.)
5) оканчивать(τέν βίβλον Diod.)
6) лог. давать общее определение, определять7) зачеркивать, уничтожать(τι Anth.)
π. τινὰ ἐκ τῆς πολιτείας Aeschin. — вычеркивать кого-л. из списка граждан -
12 περιπασσω
-
13 πολυωρια
-
14 από
(απ;αφ') πρόθ. I με ονομ., γεν., αίτιατ. (при обознач, времени) с, от; (γεν.) από γεννησιμιού του с самого его рождения; από μιάς αρχής с самого начала; από πολλού χρόνου с давнего времени, с давних пор; από της ημέρας εκείνης с того дня; από ημερών с некоторых пор; από καιρού εις καιρόν время от времени; με γνωρίζει από είκοσι ετών он(а) меня знает двадцать лет; (όνομ.) από μικρός τον ξέρω я с малых лет (когда я был ребёнком) знаю его;(αίτιατ.)
τον ξέρω από μικρόν — я знаю его с детства (когда он был ещё ребёнком);από το πρωί с утра;από πέρυσι с прошлого года; από χτες со вчерашнего дня; από πότε; с каких пор?; από τότε с тех пор; απ' εδώ κ' εμπρός отныне, впредь; από τώρα с этих пор; από νωρίς, από τα πρίν заранее; II με γεν., αίτιατ. 1) (при обознач, пространства, места, направления) с, от; к; (γεν.) από της κορυφής τού βουνού с вершины горы; έρχομαι από τού θείου иду от дяди; (αιτιατ.) από τη στέγη с крыши; απ' αυτόν το δρόμο по этой дороге; πέρασα κι' απ' τον Κώστα я и к Косте заходил; περάστε απ' το σπίτι заходите ко мне; 2) (источник чего-л.) из, от; από (τού) λόγου του от него самого; αυτό το δώρο είναι από λόγου του этот подарок от него лично; III με ονομ. (при указании на изменение положения) с, со, из; από εργάτης μάστορας из рабочего стал мастером; IV με γεν. 1) (при обознач, качества, свойства): από φυσικού του по натуре; 2) (при обознач, способа, характера действия): από μνήμης наизусть; απ' ακοής понаслышке; από καρδίας от души; απ' την καρδιά μου от всего сердца, сердечно; V με αιτιατ. 1) (при обознач, происхождения) из; από καλή οικογένεια из хорошей семьи; είμαι από χωριό я из деревни; 2) (при обознач, лица или предмета, которого касаются) за; αρπάχτηκα από το κλαδί ухватиться за ветку; παίρνω απ' το χέρι брать за руку; 3) (в знач через): φεύγω από την πίσω πόρτα выходить через заднюю дверь; περνώ από το δάσος проходить через лес; τό φως μπαίνει από το φεγγίτη свет проникает через окно; πέρασε την κλωστή από τη βελόνα вдень нитку в иголку; 4) (при обознач, причины) от, по причине, из-за; από το πολύ σφίξιμο κόπηκε το σχοινί от сильного натяжения верёвка лопнула; έμεινε σκελετός απ' την πείνα он очень похудел от голода; πετώ από τη χαρά μου прыгать от радости; από την πίκρα μου от горя; от досады; από περιέργεια из любопытства; υποφέρω από το στομάχι μου страдать желудком; 5) (при.обознач, орудия, средства, способа): ζω από τη δουλειά μου жить своим трудом; από την προίκα της έχτισε το σπίτι дом он построил на её приданое; 6) (при обознач, материала) из; από πέτρα из камня, каменный; από ξύλο из дерева, деревянный; από δέρμα из кожи, кожаный; 7) (при обознач, частей, составляющих что-л, единое): στεφάνι από τριαντάφυλλα венок из роз; ομάδα από πέντε άτομα группа из пяти человек; 8) (при указании целого, от которого берётся часть) из; 8νας από τούς πολλούς один из многих; τίποτε δεν χρειάζομαι απ' αυτά из этих вещей мне ничего не надо; 9) (при обознач, удаления, отдаления) из, от; αποσύρομαι από τίς υποθέσεις отходить от дел; παρεκβαίνω από το θέμα отходить от темы; γλυτώνω από τον κίνδυνο избежать опасности; γλυτώνω απ' τίς φροντίδες освободиться от забот; φεύγω απ' το σπίτι уходить из дома; χώρισε από τον άντρα της она ушла от мужа, она разошлась с мужем; 10) (при обознач, частичности, разделения): κόψε μου από το ψωμί μιά φέτα отрежь мне ломоть хлеба; ήπια απ' αυτό το κρασί я выпил этого вина; πίνε από λίγο пей понемножку; λίγα απ' όλα обо всём понемногу; 11) (при указании на распределение поровну) по; από τρία τετράδια по три тетради; από ένας (-ενας) по одному; περάστε μέσα από λίγοι входите по нескольку человек; φταίνε κι' απ' τα δυό μέρη виноваты и те и другие; 12) (употр, в сравнениях): από σένα είναι εξυπνότερος он сообразительнее (или умнее) тебя; φαίνεται4 μεγαλύτερη από την αδελφή της она выглядит старше своей сестры; 13) (в соответствии с чём-л., согласно чему-л.) по; τον γνωρίζω από το βήμα του я узнаю его по походке; 14) (в отношении, в смысле): είναι ορφανός από πατέρα он сирота по отцу; είναι φτωχός από μυαλό он слабоумный; είναι στραβός από το ένα μάτι слепой на один глаз; είναι κουφός από το ένα αφτί глухой на одно ухо; άμαθος από τέτοιους δρόμους он не привык к таким дорогам; από υγεία είμαι καλά здоровье у меня хорошее; απο γράμματα δεν ξέρει πολλά он малограмотный; κάτι ξέρει από μουσική он немного разбирается в музыке; δεν καταλαβαίνει από τέτοια πράματα он в таких делах не разбирается; 15) (в пассивном обороте соотв. те. пад.): η πόλις κατελήφθη από τον εχθρό город занят врагом; 16) (соответствует род. пад.; переводится тж. прилагательным): ο κρότος από τα κανόνια гул орудий, орудийный гул; κέρδη απ' το εμπόριο прибыли от торговли, торговые прибыли; 17): (α)πάνω από на, над; κάτω από под; εμπρός από перед, впереди; напротив; (από) πίσω από сзади, позади, за; γύρω από вокруг; (από) μέσα από изнутри, из; πρίν από... перед тем, до; μετά από после; ύστερα από... после (того как); εκτός απ' αυτό кроме того; μακρυά από... далеко от...; από μακρυά издали; από πέρα издалека; από κοντά вблизи; από πού; откуда?; απ' εδώ отсюда; απ' εκεί а) оттуда; б) тот; τί θέλει ο κύριος από κεί; что нужно тому господину?; απ' εδώ και απ' εκεί со всех сторон; από τότε с тех пор; από τούδε с этого момента; αφ' ενός... αφ' ετέρου (тж. перен.) с одной стороны..., с другой стороны...; 18) (в зависимости от управления глагола): δεν στερούμαι από τίποτε я ни в чём не нуждаюсь; κρέμομαι από μιά κλωστή висеть на ниточке; φοβάμαι από τα σκυλιά бояться собак -
15 άχνή
-
16 σας!
за ваше здоровье!;20) (при приказе, команде): στ' αρματα! или στα όπλα! к оружию!, в ружьё!; στίς θέσεις! по местам!; 21) (в клятвах): σας ορκίζομαι στα μάτια μου! чтоб мне белого света не видеть!; σας ορκίζομαι στην ψυχή της μάννας μου! клянусь памятью своей матери!; § δεν φταίω σε τίποτα я ни в чём не виноват; σε τί μού χρησιμεύει αυτό; какая мне польза от этого?; στ' αστεία или στα χωρατά в шутку; από καιρό σε καιρό временами; τό έχω σε καλό (κακό) να... считать хорошей (плохой) приметой; τό έχω σε ντροπή να... считать неудобным для себя, стесняться...; τό έχει σε ντροπή να πηγαίνει περίπατο μόνη της она стесняется гулять одна; να μού (τού, της κ.λ,π.) βγεί αυτό σε καλό (κακό) заканчиваться, оборачиваться хорошо (плохо) для меня (тебя, его и т. д.); πολύ γελάσαμε σε καλό δεν θα μας βγει много смеяться — не к добру для нас; II. με νβν. 1) (при обознач, лица, с которым имеют дело) у; к; δουλεύω στού θείου μου я работаю у дяди; πάω στού ράφτη иду к портному; 2) (при обознач, места) у; πόλεμος στού Λάλα бой у деревни Лала σε2II αίτιατ. от συ -
17 νοερός
νοερός, -ή, -όумный:νοερή θέα του άκτιστου θείου φωτός — умное созерцание нетварного божественного света,
Этим.< дргр. νους, νόος «ум, мысль, разум» -
18 γίγνομαι
γίγνομαι, [dialect] Ion. and after Arist. [full] γίνομαι [pron. full] [ῑ], ([dialect] Att. Inscrr. have γιγν- in fifth and fourth cent., cf. IG2.11.9, 1055.25, etc.); Thess. [full] γίνυμαι IG9(2).517.22; [dialect] Boeot. [full] γίνιουμαι ib.7.3303: [tense] fut. γενήσομαι: [tense] aor. ἐγενόμην (A , al. ([etym.] προ-) Decr.Byz. ap. D.18.90), [dialect] Ion. [ per.] 2sg.γένευ Il.5.897
, [ per.] 3sg.γενέσκετο Od.11.208
, , Sapph.16, Pi.P.3.87, Parm.8.20, IG4.492 ([place name] Mycenae), prob.in Scol. 19; [dialect] Ep. , Emp.98.5, Call.Jov.1.50, Theoc.14.27, etc. ([etym.] gṇ-το): [tense] pf.γέγονα Il.19.122
, etc.: [ per.] 3pl.γέγοναν Apoc.21.6
: [tense] plpf.ἐγεγόνει Lys.31.17
, etc.; [dialect] Ion.ἐγεγόνεε Hdt.2.2
; [dialect] Ep. forms (as if from [tense] pf. γέγᾰα), [ per.] 2pl.γεγάᾱτε Batr.143
;γεγάᾱσι Il.4.325
, freq. in Od.: [ per.] 3pl. γεγᾱκᾰσιν cj. in Emp.23.10: [ per.] 3 dual [tense] plpf. ἐκ-γεγάτην [ᾰ] Od.10.138; inf. γεγάμεν [ᾰ] Pi.O.9.110, ([etym.] ἐκ) Il.5.248, etc.; part. γεγᾰώς -ᾰυῖα, pl.-ᾰῶτες, -ᾰυῖαι Hom.
, etc., [var] contr.γεγώς, -ῶσα S.Aj. 472
, E.Med. 406; inf.γεγᾱκειν Pi.O.6.49
: [voice] Med. forms ἐκγεγάασθε Epigr.Hom.16, ἐκ-γεγάονται (in [tense] fut. sense) h.Ven. 197 (s.v.l.):—[voice] Pass. forms, [tense] fut. γενηθήσομαι (only in Pl.Prm. 141e, οὔτε γενήσεται, οὔτε γενηθήσεται, cf. Procl.in Prm.p.963 S.): [tense] aor.ἐγενήθην Epich.209
, Archyt.1, Hp.Epid.6.8.32,7.3, later [dialect] Att., Philem. 95.2 and 167, IG2.630b10 (i B. C.) and Hellenistic Gk., Plb.2.67.8, D.S.13.51: [tense] pf.γεγένημαι Simon.69
, freq. in [dialect] Att. Poets and Prose, in [dialect] Att. inscr. first in cent. iv, IG2.555: [ per.] 3pl.γεγενέανται Philet.
ap.Eust.1885.51: [tense] plpf.ἐγεγένητο Th.7.18
, al.; cf. γείνομαι:— come into a new state of being: hence,I abs., come into being opp. εἶναι, Emp.17.11, Pl.Phd. 102e, cf. Ti. 29a; and so,1 of persons, to be born, νέον γεγαώς new born, Od.19.400; ὑπὸ Τμώλῳ γεγαῶτας born (and so living) under Tmolus, Il.2.866;ἢ πρόσθε θανεῖν ἢ ἔπειτα γ. Hes.Op. 175
; γιγνομέναισι λάχη τάδ'.. ἐκράνθη at our birth, A.Eu. 347;γ. ἔκ τινος Il.5.548
, Hdt.7.11;πατρὸς ἐκ ταὐτοῦ E.IA 406
, cf. Isoc.5.136;σέθεν.. ἐξ αἵματος A.Th. 142
; less freq.ἀπό τινος Hdt.8.22
, etc.; , etc.; γεγονέναι κακῶς, καλῶς, Ar.Eq. 218, Isoc.7.37, etc.; κάλλιον, εὖ, Hdt. 1.146, 3.69; τὸ μὴ γενέσθαι not to have been born, A.Fr. 401: freq. with Numerals,ἔτεα τρία καὶ δέκα γεγονώς Hdt.1.119
;ἀμφὶ τὰ πέντε ἢ ἑκκαίδεκα ἔτη γενόμενος X.Cyr.1.4.16
;γεγονὼς ἔτη περὶ πεντήκοντα D. 21.154
; οἱ ὑπὲρ τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονότες those of an age beyond.., X.Cyr.1.2.4: c. gen., , etc.: rarely with ordinals,ὀγδοηκοστὸν ἔτος γεγονώς Luc.Macr. 22
, cf. Plu.Phil.18.2 of things, to be produced,ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ Od.9.51
; opp. ὄλλυσθαι, Parm.8.13,40; opp. ἀπόλλυσθαι, Anaxag.17, cf. Pl.R. 527b, etc.; opp. ἀπολείπειν, Diog. Apoll.7; opp. ἀπολήγειν, Emp.17.30;τὰ γιγνόμενα καὶ ἐξ ὧν γίγνεται Pl.Phlb. 27a
;ἁπλῇ διηγήσει ἢ διὰ μιμήσεως γ. Id.R. 392d
;ὁ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος σῖτος X.Mem.3.6.13
; τὰ ἐν ἀγρῷ γιγνόμενα ib.2.9.4; of profits,καρποὶ οἱ ἐξ ἀγελῶν γ. Id.Cyr.1.1.2
, etc.; τὰ ἆθλα ἀπὸ τεττάρων ταλάντων ἐγένοντο were the produce of, i.e. were worth, 4 talents, Id.HG4.2.7; τὸ ἀπὸ τῶν αἰχμαλώτων γενόμενον ἀργύριον produced by [the ransom of].., Id.An.5.3.4; of sums, ὁ γεγονὼς ἀριθμὸς τῶν ψήφων the total of the votes, Pl.Ap. 36a; ἕκατον εἴκοσι στατήρων γίγνονται τρισχίλιαι τριακόσιαι ἑξήκοντα [δραχμαί] 120 staters amount to 3, 360 drachmae, D.34.24; so in Math., of products,ὁ ἐξ αὐτῶν γενόμενος ἀριθμός Euc.7.24
; ἀριθμὸς γενόμενος ἑκατοντάκις multiplied by 100, Papp.10.13; of times of day,ὡς ἡ ἡμέρα ἐγένετο Th.7.81
, etc.;ἕως ἂν φῶς γένηται Pl.Prt. 311a
;ἅμα ἕῳ γιγνομένῃ Th.4.32
; of Time in general, elapse, ;χρόνου γενομένου D.S.20.109
.b falldue,οἱ γιγνόμενοι δασμοί X.An.1.1.8
;τοὺς τόκους τοὺς γ. Isoc.17.37
; τὸ τίμημα τὸ γ., τὸ γ. ἀργύριον, D.24.82, Syngr. ap. eund.35.11;τὸ γ. μέρος X.HG7.4.33
;τὸ γ. τοῖ πλήθι τᾶς ζαμίαυ IG5(2).6
A20 (Tegea, iv B. C.): c. dat.,τὸ γ. τινὶ ἔλαιον UPZ 19.32
(ii B. C.);τοῖς γείτοσι τὸ γ. Thphr.Fr.97
;τὰ γ.
dues,PHib.
1.92 and 111 (iii B. C.): hence γιγνόμενος regular, normal, τίμημα, χάρις, D. 38.25; ἐν ταῖς γ. ἡμέραις in the usual number of days, X.Cyr.5.4.51; freq. in later Gk., as Luc.Tox.18, etc.3 of events, take place, come to pass, and in past tenses to be,καί σφιν ἄχος κατὰ θυμὸν ἐγίγνετο Il.13.86
, etc.;μάχη ἐγεγόνει Pl.Chrm. 153b
, etc.; ;ἡ νόσος ἤρξατο γίγνεσθαι Id.2.47
; πνεῦμα εἰώθει γ. ib.84; τὰ Ὀλύμπια γίγνεται, τραγῳδοὶ γίγνονται, are held, X.HG7.4.28, Aeschin.3.41, etc.; ψήφισμα γ. is passed, X.Cyr.2.2.21; πιστὰ γ., ὅρκοι γ., pledges are given, oaths taken, ib.7.4.3, D.19.158; γίγνεταί τι ὑπό τινος (masc.), X.An.7.1.30, (neut.) Pl.Tht. 200e;τὰ γιγνόμενα ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων Th.6.88
;τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων Hdt.Praef.
;ὕβρισμα ἐκ τῶν Σαμίων γενόμενον Id.3.48
;ἀπό τινος γ. X.An.5.6.30
;παρά τινος Pl.R. 614a
; ὃ μὴ γένοιτο which God forbid, D.10.27,28.21; but γένοιτο, = Amen, LXX Is.25.1; γένοιτο γένοιτο ib.Ps.71(72).19: Math., γεγονέτω suppose it done, Euc.6.23, etc.; it is done,Apoc.
16.17: c. dat. et part., γίγνεταί τί μοι βουλομένῳ, ἀσμένῳ (v. βούλομαι, ἄσμενος) ; οὐκ ἂν ἐμοί γε ἐλπομένῳ τὰ γένοιτο, i.e. I could not hope to see these things take place, Od.3.228;ἡδομένοισι ἡμῖν οἱ λόγοι γεγόνασι Hdt.9.46
, etc.; of sacrifices, omens, etc., οὐ γάρ σφι ἐγίνετο τὰ σφάγια χρηστά ib.61, cf.62;τὰ ἱερὰ καλὰ ἐγένετο X.An.6.4.9
: abs., τὰ διαβατήρια ἐγ. were favourable, Th.5.55;θυομένῳ οὐκ ἐγίγνετο τὰ ἱερά X.HG3.1.17
: in neut. part., τὸ γενόμενον the event, the fact, Th.6.54; τὰ γενόμενα the facts, X.Cyr.3.1.9, etc.;τὸ γιγνόμενον Pl.Tht. 161b
, etc.; τὰ γεγενημένα the past, X.An.6.2.14; τὸ γενησόμενον the future, Th.1.138; τὰ γεγονότα, opp. ὄντα, μέλλοντα, Pl.R. 392d, cf. Lg. 896a: of Time, ;ἕως ἄν τινες χρόνοι γένωνται Pl.Phd. 108c
; but in [tense] pf. and [tense] plpf., to have passed,ὡς διετὴς χρόνος ἐγεγόνεε Hdt.2.2
;πρὶν ἓξ μῆνας γεγονέναι Pl.Prt. 320a
: impers., ἐγένετο or γέγονεν ὥστε .. it happened, came to pass that.., X.HG5.3.10, Isoc. 6.40, etc.; ἐγένετο, ὡς ἤκουσεν.. καὶ ἐθυμώθη it came to pass, when he heard.. that.., LXX Ge.39.19;ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι.. καὶ διήρχετο Ev.Luc.17.11
: c. inf., γίνεται εὑρεῖν it is possible to find, Thgn.639; ἐγένετο, c. acc. et inf., it came to pass that, Act.Ap.9.3, al., PAmh.2.135.10 (ii A. D.): c. dat. et inf.,ἐάν σοι γένηται στραφῆναι Epict.Ench. 23
.1 folld. by Nouns and Adjs.,δηΐοισι δὲ χάρμα γ. Il.6.82
, cf. 8.282;σωτὴρ γενοῦ μοι A.Ch.2
;κωλυτὴς γ. τινός Th.3.23
; [οὖροι] νηῶν πομπῆες γ. Od.4.362
, etc.; πάντα δὲ γιγνόμενος πειρήσεται turning every way, ib. 417; παντοῖος γ., folld. by μή, c. inf., Hdt.3.124;παντοῖος γ. δεόμενος Id.7.10
.γ; ἐκ πλουσίου πένης γ. X.An.7.7.28
;δημοτικὸς ἐξ ὀλιγαρχικοῦ γ. Pl.R. 572d
: rarely c. part., μὴ προδοὺς ἡμᾶς γένῃ, i.e. προδότης ἡμῶν, S.Aj. 588, cf. Ph. 773;μὴ ἀπαρνηθεὶς γένῃ Pl.Sph. 217c
;ἀποτετραμμένοι ἐγένοντο Th. 3.68
, etc.: with Pron., τί γένωμαι ; what am I to become, i.e. what is to become of me? A.Th. 297, cf. Theoc.15.51;οὐκ ἔχοντες ὅτι γένωνται Th.2.52
; less freq. with masc.,οὐδ' ἔχω τίς ἂν γενοίμαν A.Pr. 905
;γίγνονται πάνθ' ὅτι βούλονται Ar.Nu. 348
.b in past tenses, having ceased to be, ὁ γενόμενος στρατηγός the ex-strategus, POxy.38.11 (i A. D.); ἡ γ. γυνή τινος the former wife, PFlor.99.4 (i/ii A. D.).2 with Advbs.,κακῶς χρῆν Κανδαύλῃ γενέσθαι Hdt.1.8
; εὖ, καλῶς, ἡδέως γ., it goes well, etc., X.An.1.7.5, Arr.Epict.3.24.97, LXX To. 7.9; with personal construction,οἱ παρὰ Πλάτωνι δειπνήσαντες ἐς αὔριον ἡδέως γίγνονται Plu.2.127b
; δίχα γ. τοῦ σώματος to be parted from.., X.Cyr.8.7.20; τριχῇ γ. to be in three divisions, Id.An.6.2.16; γ. ἐμποδών, ἐκποδών, E.Hec. 372, X.HG6.5.38, etc.3 folld. by oblique cases of Nouns,a c. gen., γ. τῶν δικαστέων, τῶν γεραιτέρων, become one of.., Hdt.5.25, X.Cyr.1.2.15, cf. Ar.Nu. 107, etc.;βουλῆς γεγονώς D.C.36.28
(cf. supr.1.b); fall to, belong to,ἡ νίκη Ἀγησιλάου ἐγεγένητο X.HG4.3.20
; to be under control of,ὁ νοῦς ὅταν αὑτοῦ γένηται S. OC 660
, cf. Pl.Phdr. 250a (s. v.l.);ὑμῶν αὐτῶν γενέσθαι D.4.7
(alsoἐντὸς ἑωυτοῦ γ. Hdt.1.119
;ἐν ἑαυτῷ γ. X.An.1.5.17
;ἐν σαυτοῦ γενοῦ S.Ph. 950
);τὴν πόλιν ἐλπίδος μεγάλης γινομένην Plu.Phoc.23
: of things, to be at, i.e. cost, so much, , cf.X.Oec.20.23.c with Preps., γ. ἀπὸ δείπνου, ἐκ θυσίας, have done.., Hdt.2.78, 1.50; πολὺν χρόνον γ. ἀπό τινος to be separated from.., X.Mem.1.2.25; γ. εἴς τι turn into,τὸ κακὸν γ. εἰς ἀγαθόν Thgn.162
; freq. in LXX,ἐγενήθη μοι εἰς γυναῖκα Ge.20.12
; εἰς βρῶσιν ib.La.4.10; εἰς οὐδέν, εἰς κενόν, Act.Ap.5.36, 1 Ep.Thess. 3.5;ἐς Αακεδαίμονα Hdt.5.38
(in Hom. even without Prep.,ἐμὲ χρεὼ γ. Od.4.634
); γ. τι εἴς τινα comes to him, of a dowry, Is.3.36; of a ward, And.1.117; γ. ἐξ ὀφθαλμῶν τινι to be out of sight, Hdt.5.24; ἐξ ἀνθρώπων γ. disappear from.., Paus.4.26.6;γ. ἐν Χίῳ Hdt.5.33
, etc.; γ. ἐν .., to be engaged in.., οἱ ἐν ποιήσει γινόμενοι in poetry, Id.2.82; ἐν [πολέμῳ] Th.1.78;ἐν πείρᾳ γ. τινος X.An.1.9.1
; ἐν ὀργῇ, ἐν αἰτίᾳ πρός τινα γ., Plu.Flam.16, Rom.7; of things, ἐν καιρῷ γ. to be in season, X.HG4.3.2;ἐν τύχῃ γ. τινί τι Th.4.73
; γ. διὰ γηλόφων, of a road, X.An.3.4.24; but δι' ἔχθρας γ. τινί to be at enmity with, Ar.Ra. 1412; γ. ἐπὶ ποταμῷ arrive or be at.., Hdt.1.189, etc.; γ. ἐπί τινι fall into or be in one's power, X.An.3.1.13, etc.;ἐπὶ συμφοραῖς γ. D.21.58
codd. (- ᾶς Schaefer); γ. ἐπί τινι, also, to be set over.., X.Cyr.3.3.53; γ. ἐφ' ἡμῶν αὐτῶν to be alone, Aeschin.2. 36;γ. ἐπὶ τῆς διοικήσεως D.C.43.48
; γ. ἐπ' ἐλπίδος to be in hope, Plu.Sol.14: Math., γ. ἐπὶ ἀριθμόν to be multiplied into a number, Theol.Ar.3; γ. κατά τινα or τι to be near.. or opposite to.., in battle, X.Cyr.7.1.14, HG4.2.18; but κατὰ ξυστάσεις γ. to be formed into groups, Th.2.21;καθ' ἓν γ. Id.3.10
; καθ' αὑτοὺς γ. to be alone, D.10.52; γ. μετὰ τοῦ θείου to be with God, X.Cyr.8.7.27, etc.;ἡ νίκη γ. σύν τινι Id.Ages.2.13
; γ. παρ' ἀμφοτέροις τοῖς πράγμασι to be present on both sides, Th.5.26; γ. παρά τι to depend upon.., D.18.232; γ. περὶ τὸ συμβουλεύειν to be engaged in.., Isoc.3.12; γενοῦ πρός τινα go to So-and-so, PFay. 128, etc.; γ. πρὸς τῇ καρδίᾳ to be at or near.., Pl.Phd. 118, etc.; γ. πρός τινι to be engaged in.., Isoc. 12.270, D.18.176; αὐτὸς πρὸς αὑτῷ meditate, Plu.2.151c; soγ. πρὸς τὸ ἰᾶσθαι Pl.R. 604d
;πρὸς παρασκευήν Plb.1.22.2
: impers.,ἐπεὶ πρὸς ἡμέραν ἐγίγνετο X.HG2.4.6
; γενέσθαι πρός τινων to be inclined towards them, Hdt.7.22; γ. πρὸ ὁδοῦ to be forward on the way, Il.4.382; γ. ὑπό τινι to be subject to.., Hdt.7.11, Th.7.64; γ. ὑπὸ ταῖς μηχαναῖς to be under the protection of.., X.Cyr.7.1.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γίγνομαι
-
19 θειόω
A fumigate with brimstone,ὄφρα θεειώσω μέγαρον Od.22.482
; θειώσας τὰς ἀλλοτρίας ἐπινοίας, metaph., from the clothes-cleaner, who used sulphur, Lysipp.4:—[voice] Med., δω-μα θεειοῦται he fumigates his house, Od.23.50.3 smear with sulphur, Gal.1.658 ([voice] Pass.); ἔριον τεθειωμένον sulphurated, Orib.Fr. 35, Paul.Aeg.3.33.II in Alchemy, sulphurate, Ps.-Democr. ap. Zos.Alch.p.153B. -
20 κάτοχος
A holding down,γῆ Tab.Defix.101.1
(iv B.C.); κ. λίθοι, of sepulchral stones, Hsch.; κ. alone, tombstone, IG3.1425a; also, οἰκουμένης κ., of ocean, Secund.Sent.2.2 holding fast, ;δεσμοί Plu.2.321d
; φάρμακα κ. τῶν ἐμβρύων drugs which prevent miscarriage, Aët. 16.21; retentive, of memory, Plu. Cat.Mi.1; secure,κτῆσις κ. καὶ βέβαιος D.H.Isoc.9
.3 possessing, inspiring,Μοῦσα Asp.
ap. Ath.5.219d; in magic, inhibiting,Ἑρμῆς Tab.Defix.89.2
(iv B.C.), al.II [voice] Pass., kept down, held fast,κάτοχ' ἀμαυροῦσθαι σκότῳ A.Pers. 223
(troch.); overpowered, overcome, (anap.); subject, (lyr.).2 possessed, inspired,δαίμονί τινι Arist.Mir. 846b24
;τῷ Σαβαζίῳ Iamb.Myst. 3.9
;ἐκ θεοῦ Plu.Rom.19
, etc.;ἐκ τοῦ θείου Arr.An.4.13.5
;ἐκ Μουσῶν Luc.Hist.Conscr.8
;ἐξ Ἄρεως Polyaen.1.20
;ἐκ πυξίου Luc.Ind. 15
;στροφὴν ὁλοσώματον ὥσπερ οἱ κ. δινεύοντες Hld.4.17
, cf. 8.11, 10.9; also perh. of cloistered worshippers, recluses,οἱ κ. οὐρανίου Διός OGI262.25
(Baetocaece, iii A.D.), cf. CIG4475 (ibid., iii A.D.): abs., Cleanth.Stoic.1.123; ἐν ἱεροῖς κ. Vett. Val.73.24.b suffering from catalepsy, Id.9.189.2 bandage, Gal.18(1).785.3 inhibitory spell, PMag.Par.1.1052, 2.162, Tab.Defix.Aud.187.55.4 pl., processes on the second cervical vertebra, Poll.2.132.IV Adv. κατόχως retentively, of the memory, Hermipp.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάτοχος
См. также в других словарях:
θειοῦ — θειόω fumigate with brimstone pres imperat mp 2nd sg θειόω fumigate with brimstone imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θείου — Θείης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θείου — θεί̱ου , θεῖος 1 of masc/neut gen sg θεί̱ου , θεῖος 2 one s father s masc gen sg θειόω fumigate with brimstone pres imperat act 2nd sg θειόω fumigate with brimstone imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειωνιά ή ατμίδες θείου — Ηφαίστειο που χαρακτηρίζεται από την απουσία των τυπικών εκδηλώσεών του (δηλαδή είναι σβησμένο ή βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας) και η δραστηριότητά του περιορίζεται μόνο στην εκπομπή υδρατμών (θερμοκρασίας 130 165°C) μαζί με υδρόθειο και… … Dictionary of Greek
ФЕУНТ — • Θειου̃ς, приток Алфея, в Северной Лаконии; н. Киtufarina. Paus. 8, 35, 3 … Реальный словарь классических древностей
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
θειονικά οξέα — Οξυγονούχα οξέα του θείου, με τύπο H2SνO6 (όπου ν = 2, 3, 4, 5). Τα θ.ο. υπάρχουν μόνο σε διαλύματα, διασπώνται, αν απομονωθούν, αλλά τα άλατά τους είναι κρυσταλλικά σώματα. Το διθειονικό οξύ (H2S2O6) διασπάται εύκολα σε θειικό οξύ και διοξείδιο… … Dictionary of Greek
αποθείωση — Διαδικασία με την οποία ελαττώνεται ή αφαιρείται το θείο ή θειούχες ενώσεις από διάφορες ουσίες. Η α. έχει ιδιαίτερη σημασία στη μεταλλουργία, στην οινολογία και στη διύλιση των πετρελαίων. Στην πρώτη περίπτωση επιδιώκεται αφαίρεση του θείου από… … Dictionary of Greek
θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek