-
1 ζώννυμαι
ζώννυμιgird: pres ind mp 1st sg -
2 αναζωννυμαι
-
3 ζωννυμι
NT. тж. ζωννύω (fut. ζώσω, aor. ἔζωσα, pf. ἔζωκα; med.: ζώννῠμαι, fut. ζώσομαι, aor. ἐζωσάμην; pass.: aor. ἐζώσθην, pf. ἔζωμαι и ἔζωσμαι; adj. verb. ζωστός)1) надевать пояс, опоясыватьζῶσε Ἀθήνη Hes. — (на Пандору) пояс надела Афина;
Ὠκεανὸς ζώννῡσι γαῖαν Anth. — Океан опоясывает землю;ζώσατο ῥάκεσιν Hom. — (Одиссей) опоясался лохмотьями;ζώννυσθαι χαλκόν Hom. — подпоясаться медным мечом;ζώννυσθαι ζώνην или ζωστῆρι Hom. — надеть на себя пояс, подпоясаться;ὅθι ζωννύσκετο μίτρην Hom. — (место), где (Арей) опоясывался перевязью;ζώννυσθαι χιτῶνα εἰς μηρόν Plut. — окутать бедра хитоном2) (для участия в состязании, в дорогу и т.п.) подпоясывать, т.е. снаряжать(τινά Hom., NT., ζώννυνταί τε νέοι, καὴ ἐπεντύνονται ἄεθλα Hom.)
-
4 καταζωννυμαι
подпоясывать (себе), опоясываться(δορὰς ὄφεσι Eur.; ἐν ἱματίοις τοὺς χιτωνίσκους Plut.)
-
5 περιζωννυμαι
1) med. подпоясываться, т.е. надевать на себя(τέν φορβειάν Arst.; ἐσθῆτα Plut.; ζώνην χρυσῆν NT.)
περιζωσάμενοι τέν ὀσφύν NT. — препоясав свои чресла2) pass. быть препоясанным -
6 εὔζωστος
A easily girt, convenient for girding,ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς ἑωυτοῦ ἐστι Hp.Art.14
; gloss on εὔζωνος, Sch.D Il.1.429.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔζωστος
-
7 ζώννυμι
ζώννῡμι (Aὑπο-ζωνύναι IG12.73.9
), ([etym.] παρα-) Pl.R. 553c; [full] ζωννύω Hp. Mul.1.68: [tense] impf.ἐζώννυον Ev.Jo.21.18
: [tense] fut. , Ev.Jo. l.c.: [tense] aor. 1ἔζωσα Od.18.76
, Hp.Art.14: [tense] pf.ἔζωκα Paus.8.40.2
, ([etym.] δι-) D.H.2.5:—[voice] Med. (v. infr. 11):—[voice] Pass., [tense] aor. 1 ἐζώσθην ([etym.] δι-) Thphr.Sign.22: [tense] pf. ἔζωμαι ([etym.] δι-) Th.1.6 ap. Phot., Suid. s.v. σέσωται, [ per.] 3sg. ἔζωται ([etym.] δι-) IG22.1491.36, ([etym.] ὑπ-) ib.1621.68,ἔζωσται Hp.Art.
l.c.; also in med. sense (v. infr.): rare in [dialect] Att., even in compds.:— gird, esp. gird round the loins for a pugilistic conflict (v. infr.),ἄγον ζώσαντες ἀνάγκῃ Od.18.76
(here only [voice] Act. in Hom.);ζῶσέ [μιν].. Ἀθήνη Hes.Op.72
; ζ. τινά hug him in wrestling, Paus.8.40.2; ζ. γαῖαν, of Ocean, AP9.778 (Phil.); ζ. νῆα ὅπλῳ,=ὑποζώννυμι 11
, A.R.1.368: c. dupl. acc.,ζ. τινὰ ζώνην LXX Le.8.7
, cf. 1 Ki.17.39.II [voice] Med., [full] ζώννῠμαι, gird oneself, esp. of athletes.γυμνός, ζωννυμένων τῶν πρὶν ἐνὶ σταδίῳ IG7.52.6
(Megara, iv B.C.);τὼ δὲ ζωσαμένω βήτην ἐς μέσσον ἀγῶνα Il.23.685
, cf. 710; ; , cf. Parth. 10.2.2 generally, gird up one's loins for battle,ζώννυσθαι ἄνωγεν Ἀργείους Il.11.15
; ζώννυσθαι [ζωστῆρι] 10.78: c. acc.,ὅθι ζωννύσκετο μίτρην 5.857
(vulg.);ζώσατο δὲ ζώνην 14.181
(vulg.);χαλκὸν ζώννυσθαι 23.130
;ἐς γόνυ μέχρι χιτῶνα ζώννυσθαι Call.Dian.12
;χιτῶνα εἰς μηρὸν ἔζωστο Plu.Ant.4
; for labour, Hes.Op. 345;ἐπὶ βουσίν A.R.1.426
, etc.;ζώννυσθαι τὰς κοιλίας ζώναις Theopomp.Hist. 39a
.III [voice] Pass., to be fixed by means of girths, LXX 1 Ma.6.37.2 to be formed in belts or seams, καδμεία ἐζωσμένη ( ἐξωσμ- codd.) prob. in Ps.-Democr.Alch.p.45B. (cf. ζωνῖτις). (ζω ([etym.] ς)- from I.-E. yōs-, cf. Lith. júosti 'to gird', júostas, Avest. yāsta-,= ζωστός 'girt'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζώννυμι
-
8 προζωννύω
προζωννύω, =A procingo, Gloss.:—[voice] Med. -ζώννῠμαι, gird oneself in front, as with an apron,ᾤαν λούμενος προζώννυται Pherecr.62
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προζωννύω
-
9 συμπεριζώννυμαι
A gird round oneself, gird oneself with, Ath.12.551d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπεριζώννυμαι
-
10 ἐπαναζώννυμαι
A gird on one's clothes, Ph.2.479.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαναζώννυμαι
См. также в других словарях:
ζώννυμαι — ζώννυμι gird pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… … Dictionary of Greek
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek