-
1 ζωννυμι
NT. тж. ζωννύω (fut. ζώσω, aor. ἔζωσα, pf. ἔζωκα; med.: ζώννῠμαι, fut. ζώσομαι, aor. ἐζωσάμην; pass.: aor. ἐζώσθην, pf. ἔζωμαι и ἔζωσμαι; adj. verb. ζωστός)1) надевать пояс, опоясыватьζῶσε Ἀθήνη Hes. — (на Пандору) пояс надела Афина;
Ὠκεανὸς ζώννῡσι γαῖαν Anth. — Океан опоясывает землю;ζώσατο ῥάκεσιν Hom. — (Одиссей) опоясался лохмотьями;ζώννυσθαι χαλκόν Hom. — подпоясаться медным мечом;ζώννυσθαι ζώνην или ζωστῆρι Hom. — надеть на себя пояс, подпоясаться;ὅθι ζωννύσκετο μίτρην Hom. — (место), где (Арей) опоясывался перевязью;ζώννυσθαι χιτῶνα εἰς μηρόν Plut. — окутать бедра хитоном2) (для участия в состязании, в дорогу и т.п.) подпоясывать, т.е. снаряжать(τινά Hom., NT., ζώννυνταί τε νέοι, καὴ ἐπεντύνονται ἄεθλα Hom.)
-
2 ζώννυμι
ζώννῡμι (Aὑπο-ζωνύναι IG12.73.9
), ([etym.] παρα-) Pl.R. 553c; [full] ζωννύω Hp. Mul.1.68: [tense] impf.ἐζώννυον Ev.Jo.21.18
: [tense] fut. , Ev.Jo. l.c.: [tense] aor. 1ἔζωσα Od.18.76
, Hp.Art.14: [tense] pf.ἔζωκα Paus.8.40.2
, ([etym.] δι-) D.H.2.5:—[voice] Med. (v. infr. 11):—[voice] Pass., [tense] aor. 1 ἐζώσθην ([etym.] δι-) Thphr.Sign.22: [tense] pf. ἔζωμαι ([etym.] δι-) Th.1.6 ap. Phot., Suid. s.v. σέσωται, [ per.] 3sg. ἔζωται ([etym.] δι-) IG22.1491.36, ([etym.] ὑπ-) ib.1621.68,ἔζωσται Hp.Art.
l.c.; also in med. sense (v. infr.): rare in [dialect] Att., even in compds.:— gird, esp. gird round the loins for a pugilistic conflict (v. infr.),ἄγον ζώσαντες ἀνάγκῃ Od.18.76
(here only [voice] Act. in Hom.);ζῶσέ [μιν].. Ἀθήνη Hes.Op.72
; ζ. τινά hug him in wrestling, Paus.8.40.2; ζ. γαῖαν, of Ocean, AP9.778 (Phil.); ζ. νῆα ὅπλῳ,=ὑποζώννυμι 11
, A.R.1.368: c. dupl. acc.,ζ. τινὰ ζώνην LXX Le.8.7
, cf. 1 Ki.17.39.II [voice] Med., [full] ζώννῠμαι, gird oneself, esp. of athletes.γυμνός, ζωννυμένων τῶν πρὶν ἐνὶ σταδίῳ IG7.52.6
(Megara, iv B.C.);τὼ δὲ ζωσαμένω βήτην ἐς μέσσον ἀγῶνα Il.23.685
, cf. 710; ; , cf. Parth. 10.2.2 generally, gird up one's loins for battle,ζώννυσθαι ἄνωγεν Ἀργείους Il.11.15
; ζώννυσθαι [ζωστῆρι] 10.78: c. acc.,ὅθι ζωννύσκετο μίτρην 5.857
(vulg.);ζώσατο δὲ ζώνην 14.181
(vulg.);χαλκὸν ζώννυσθαι 23.130
;ἐς γόνυ μέχρι χιτῶνα ζώννυσθαι Call.Dian.12
;χιτῶνα εἰς μηρὸν ἔζωστο Plu.Ant.4
; for labour, Hes.Op. 345;ἐπὶ βουσίν A.R.1.426
, etc.;ζώννυσθαι τὰς κοιλίας ζώναις Theopomp.Hist. 39a
.III [voice] Pass., to be fixed by means of girths, LXX 1 Ma.6.37.2 to be formed in belts or seams, καδμεία ἐζωσμένη ( ἐξωσμ- codd.) prob. in Ps.-Democr.Alch.p.45B. (cf. ζωνῖτις). (ζω ([etym.] ς)- from I.-E. yōs-, cf. Lith. júosti 'to gird', júostas, Avest. yāsta-,= ζωστός 'girt'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζώννυμι
См. также в других словарях:
πίμπλημι — και πίπλημι και πίπλω και πιμπλάω και πιμπλέω και πιμπλάνομαι, ΜΑ 1. πληρώ, γεμίζω με κάτι (α. «τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα», Ομ. Οδ. β. «δακρύοισι... Ἑλλάδ ἅπασαν ἔπλησε», Ευρ.) 2. γεμίζω το στόμα μου ή την κοιλιά μου, χορταίνω («οὗτος μὲν οὐδ αν … Dictionary of Greek