Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔζωσα

См. также в других словарях:

  • ἔζωσα — ζώννυμι gird aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώνω — έζωσα, ζώστηκα, ζωσμένος 1. τυλίγω με ζώνη: Ζώστηκε το σπαθί του. 2. περικυκλώνω: Οι εχθροί έζωσαν την πόλη απ όλα τα μέρη. 3. «τον έζωσαν τα φίδια», τον κυρίεψε μεγάλη ανησυχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… …   Dictionary of Greek

  • χώνω — χῶ, όω, ΝΑ, και διαλ. τ. χούνω Ν καλύπτω με χώμα, παραχώνω, θάβω (α. «τόν έχωσαν κάπου πρόχειρα για να μην τόν βρουν οι εχθροί» β. «ἀπόδος δάμαρτος νέκυν, ὅπως χώσω τάφω», Ευρ.) νεοελλ. 1. μπήγω κάτι στο έδαφος 2. κρύβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή… …   Dictionary of Greek

  • ζώνω — ζώνω, έζωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»