-
1 αδικομηχανος
-
2 αμηχανος
дор. ἀμάχᾰνος 21) бессильный, беспомощный, неспособный(ἀ. καὴ ἄτεχνος Plat.; ἀ. εἴς τι Eur.)
ἐγὼ σέο ἀ. Hom. — я не в силах помочь тебе;ἀ. τῇ πόλει Arph. — не умеющий быть полезным государству;ἀ. πρὸς τὸν βίον Arst. — неприспособленный к жизни;ἔφυν ἀ. ποιεῖν τι Soph. — я от природы не в состоянии сделать что-л.;2) непреодолимый, неотвратимый(συμφορά Eur.)
3) непроходимый(ὁδός Xen., Plut.)
4) неразрывный(δεσμά HH.)
5) неутолимый(ἄλγος Soph.)
6) неизлечимый, безнадежный(νόσοι Soph.)
7) непреклонный, несговорчивый, неуступчивый, своенравный(Ζεύς, Ἥρη, Ἀχιλλεύς Hom.)
ἀ. παραρρητοῖσι πιθέσθαι Hom. — не поддающийся (никаким) уговорам8) непоправимый(ἔργα Hom.; δόλος Hes.)
9) невозможный, неисполнимый(ἀμήχανον τελέσσαι Hom.)
ἀ. ἐκμαθεῖν Soph. — непостижимый10) неуловимый (в своем значении), непонятный(ὄνειρος Hom.)
11) невообразимый, невероятный, неописуемый, необычайный(μεγέθη, ἡδοναί Plat., Plut.)
ἀ. ὅσος Plat. — невероятно большой, необыкновенный -
3 βιομηχανος
-
4 δυσμηχανος
-
5 δωδεκαμηχανος
2знающий двенадцать (различных) приемовτὸ δωδεκαμήχανον ἄστρον Eur. — светило двенадцати путей (предполож. - о солнце, проходящем через 12 знаков зодиака)
-
6 επιμηχανος
-
7 ευμηχανος
21) искусный, умелый, изобретательный (sc. Εὐμενίδες Aesch.; τινος Plat., περί τι и ἔν τινι Diod.)εὐ. λόγου Plat. — искусно говорящий;
εὐ. πρὸς τὸν βίον Arst. — умеющий находить средства к жизни2) искусно придуманный, остроумный(ἐπίνοιαι Plat.)
τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζειν Arph. — находить остроумные выходы из затруднительных положений -
8 θρασυμηχανος
дор. θρᾰσῠμάχᾰνος 2составляющий смелые планы, принимающий отважные решения, предприимчивый, решительный(Ἡρακλέης Pind.)
-
9 κακομηχανος
-
10 ποικιλομηχανος
-
11 πολυμηχανος
-
12 ἀμήχανος
ἀ|μήχανος, ον ['не имеющий решения'] 1. (о лицах) беспомощный; 2. (о вещах) безысходный
См. также в других словарях:
μηχανός — μηχανός, ή, όν (Μ) 1. επιτήδειος, ικανός 2. συνεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή] … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
θρασυμήχανος — και δωρ. τύπος θρασυμάχανος, ον (Α) αυτός που επινοεί τολμηρά σχέδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + μήχανος (< μηχανή), πρβλ. α μήχανος, πολυ μήχανος] … Dictionary of Greek
κακομήχανος — κακομήχανος, ον (AM, Α δωρ. τ. κακομάχανος, ον) 1. αυτός που επινοήθηκε κακοήθως, πανούργος, δόλιος 2. ολέθριος, καταστρεπτικός («κακομήχανος ἔρις», Ομ. Ιλ.). επίρρ... κακομηχάνως (Μ) με κακομήχανο, πανούργο τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
παμμήχανος — παμμήχανος, ον (Α) αυτός που μηχανάται τα πάντα, πολυμήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μήχανος (< μηχανή), πρβλ. πολυ μήχανος] … Dictionary of Greek
ποικιλομήχανος — ον, Α αυτός που επινοεί, που μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ο πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μήχανος (< μηχανή), πρβλ. πολυ μήχανος] … Dictionary of Greek
πολυμήχανος — η, ο / πολυμήχανος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί πολλά τεχνάσματα, να αντιμετωπίζει με ευφυΐα ή πονηριά τις δυσκολίες, εφευρετικός (α. «πολυμήχαν Ὀδυσσεῡ», Ομ. Ιλ. β. «πολυμήχανος περὶ τοὺς λόγους», Αριστείδ. Λόγ. «πολυμήχανος… … Dictionary of Greek
αδικο- — α συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο γερνώ, αδικο γραμμένος, αδικο δαρμένος, αδικο… … Dictionary of Greek
γλυκυμάχανος — γλυκυμάχανος, ον (Α) αυτός που έχει ευχάριστες επινοήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού γλυκυμήχανος < γλυκύς + μηχανος < μηχανή] … Dictionary of Greek