-
1 θρασυμηχανος
дор. θρᾰσῠμάχᾰνος 2составляющий смелые планы, принимающий отважные решения, предприимчивый, решительный(Ἡρακλέης Pind.)
См. также в других словарях:
θρασυμήχανος — και δωρ. τύπος θρασυμάχανος, ον (Α) αυτός που επινοεί τολμηρά σχέδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + μήχανος (< μηχανή), πρβλ. α μήχανος, πολυ μήχανος] … Dictionary of Greek