Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δωδεκαμήχανος

См. также в других словарях:

  • δωδεκαμήχανος — δωδεκαμήχανος, ον (Α) 1. αυτός που χρησιμοποιεί δώδεκα τεχνάσματα 2. (για εταίρα) φρ. «ἀνὰ τὸ δωδεκαμήχανον Κυρήνης μελοποιῶν» συνθέτοντας μελωδίες ανάλογες με τις δώδεκα διαφορετικές στάσεις με τις οποίες η Κυρήνη εξυπηρετεί τους πελάτες της… …   Dictionary of Greek

  • δωδεκαμήχανος — knowing twelve arts masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκαμήχανον — δωδεκαμήχανος knowing twelve arts masc/fem acc sg δωδεκαμήχανος knowing twelve arts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CYRENE — I. CYRENE Graece Κυρήνη, urbs Galliae a Massiliensibus condita, vulgo Courens, vel Correns, ad amnem Argenteum. Hadr. Vales. in voce Massilia. II. CYRENE Penei fluv. filia, cuius amore flagrans Apollo in Pelio Thessaliae monte eam rapuit, et in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»