Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βιομήχανος

См. также в других словарях:

  • βιομήχανος — clever at getting a living masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιομήχανος — ο (Α βιομήχανος, ον) νεοελλ. ιδιοκτήτης εργοστασίου αρχ. έξυπνος στο να πορίζεται, να κερδίζει τα προς το ζην …   Dictionary of Greek

  • βιομήχανος — ο, η ο ιδιοκτήτης εργοστασίου ή βιομηχανίας, ο εργοστασιάρχης: Οι βιομήχανοι είναι σημαντικοί οικονομικοί παράγοντες στη φιλελεύθερη οικονομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιομήχανοι — βιομήχανος clever at getting a living masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μποδοσάκης, Αθανασιάδης — (Πόρος Νίγδης, Μικρά Ασία 1891 – Αθήνα 1979). Βιομήχανος. Από μικρή ακόμη ηλικία, άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο και τις βιομηχανικές επενδύσεις στη Μερσίνα και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922)… …   Dictionary of Greek

  • Ντι Πον ντε Νεμούρ, Ελετέρ Ιρενέ — (Eleuthere IreneeDu Pont de Nemours, Παρίσι 1771 – Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ 1834). Αμερικάνος βιομήχανος, γαλλικής καταγωγής. Ήταν γιος του Πιερ Σαμουέλ Ντι Πον ντε Νεμούρ (βλ. λ.). Τελείωσε τις πρώτες σπουδές του στη Γαλλία, με καθηγητή τον μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Όουεν, Ρόμπερτ — (Robert Owen, Νιούτον, Μοντγκόμερυσαϊρ 1771 – 1858). Άγγλος βιομήχανος και κοινωνικός μεταρρυθμιστής. Συνιδιοκτήτης ενός μεγάλου βαμβακουργείου στο Νιου Λάναρκ της Σκοτίας, ο Ό. εφάρμοσε πολλές μεταρρυθμίσεις, που απέβλεπαν στην ουσιαστική… …   Dictionary of Greek

  • Φορντ, Χένρι — (Ford, Γκρίνφιλντ, Μίσιγκαν 1863 – Ντίαρμπορν, Μίσιγκαν 1947). Αμερικανός βιομήχανος, πρωτοπόρος της βιομηχανίας αυτοκινήτων. Γιος Ιρλανδών αγροτών μεταναστών, εγκαταστάθηκε το 1879 κοντά στο Ντιτρόιτ και ακολουθώντας την κλίση του έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Kapodistrias Museum — The Kapodistrias Museum or Kapodistrias Museum ndash;Centre of Kapodistrian Studies ( el. Μουσείο Καποδίστρια ndash;Κέντρο Καποδιστριακών Μελετών) is a museum dedicated to the memory and life s work of Ioannis Kapodistrias. It is located in the… …   Wikipedia

  • PALLIDI — et mali coloris homines, impudentes fere et inverecundi habebantur dicebanturque, nisi pallor ille ex studiorum contentione contractus videretur. Martial. l. 7. Epigr. 3. Esset, Maxime, cum mali coloris, Versus scribere coepit Oppianus.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»