-
1 δυσμηχανος
-
2 δυσμαχανος
См. также в других словарях:
δυσμήχανος — δυσμήχανος, ον (Α) 1. δυσκατόρθωτος 2. αυτός που βρίσκεται σε δυσκολία, σε αμηχανία … Dictionary of Greek
δυσμήχανος — hard to effect masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμηχανώτατον — δυσμήχανος hard to effect masc acc superl sg δυσμήχανος hard to effect neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμηχάνως — δυσμήχανος hard to effect adverbial δυσμήχανος hard to effect masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμήχανον — δυσμήχανος hard to effect masc/fem acc sg δυσμήχανος hard to effect neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμήχανα — δυσμήχανος hard to effect neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek