Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πολυμήχανος

См. также в других словарях:

  • πολυμήχανος — resourceful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμήχανος — η, ο / πολυμήχανος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί πολλά τεχνάσματα, να αντιμετωπίζει με ευφυΐα ή πονηριά τις δυσκολίες, εφευρετικός (α. «πολυμήχαν Ὀδυσσεῡ», Ομ. Ιλ. β. «πολυμήχανος περὶ τοὺς λόγους», Αριστείδ. Λόγ. «πολυμήχανος… …   Dictionary of Greek

  • πολυμήχανος — η, ο ο επινοητικός, ο πανέξυπνος, ο πανούργος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυμηχανώτερον — πολυμήχανος resourceful masc acc comp sg πολυμήχανος resourceful neut nom/voc/acc comp sg πολυμήχανος resourceful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμηχάνως — πολυμήχανος resourceful adverbial πολυμήχανος resourceful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμήχανον — πολυμήχανος resourceful masc/fem acc sg πολυμήχανος resourceful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμηχάνοις — πολυμήχανος resourceful masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμηχάνου — πολυμήχανος resourceful masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμηχάνους — πολυμήχανος resourceful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμηχάνων — πολυμήχανος resourceful masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμηχάνῳ — πολυμήχανος resourceful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»