-
1 πολυμηχανος
-
2 πολυμήχανος
η, ο [ος, ον ] находчивый; изобретательный; сообразительный -
3 πολυμήχανος
[полимиханос] επ изобретательный, ловкий, находчивый. -
4 Οδυσσευς
- έως, эп. тж. Ὀδυσήϊος или Ὀδῠσεύς - ῆος ὅ (лат. Ulixes) Одиссей (сын Лаэрта и Антиклеи, царь кефалленов на Итаке и окрестных о-вах, муж Пенелопы, отец Телемаха, один из главных участников похода греков на Трою; его эпитеты у Hom.: πολύμητις «многоумный», πολυμήχανος «изобретательный», πολύτροπος «многоопытный», ποικιλομήτης «изворотливый», πολύφρων «весьма рассудительный», πολύτλας «многострадальный», τλήμων «терпеливый», πολίπορθος «разрушитель городов», πολύαινος «многославный», ἀντίθεος «богоравный» и др.) -
5 πολύπραγος
η, ο1) обладающий большим опытом, много знающий, многоопытный; 2) см. πολυμήχανος
См. также в других словарях:
πολυμήχανος — resourceful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμήχανος — η, ο / πολυμήχανος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί πολλά τεχνάσματα, να αντιμετωπίζει με ευφυΐα ή πονηριά τις δυσκολίες, εφευρετικός (α. «πολυμήχαν Ὀδυσσεῡ», Ομ. Ιλ. β. «πολυμήχανος περὶ τοὺς λόγους», Αριστείδ. Λόγ. «πολυμήχανος… … Dictionary of Greek
πολυμήχανος — η, ο ο επινοητικός, ο πανέξυπνος, ο πανούργος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυμηχανώτερον — πολυμήχανος resourceful masc acc comp sg πολυμήχανος resourceful neut nom/voc/acc comp sg πολυμήχανος resourceful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχάνως — πολυμήχανος resourceful adverbial πολυμήχανος resourceful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμήχανον — πολυμήχανος resourceful masc/fem acc sg πολυμήχανος resourceful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχάνοις — πολυμήχανος resourceful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχάνου — πολυμήχανος resourceful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχάνους — πολυμήχανος resourceful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχάνων — πολυμήχανος resourceful masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχάνῳ — πολυμήχανος resourceful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)