-
61 чёрт
-а, πλθ. черти-ей α.1. διάβολος• το ίδιο και σαν βρισιά.2. επίρ. -ом (απλ.) λεβέντικα.εκφρ.α) πάρα πολύ, υπερβολικά• устал до -а – παρακουράστηκα.β) (απλ.) συντριπτικά•стёкла разлетелись к -у – τα τζάμια έγιναν συντρίμμια, πάνε στο διάβολο, γ) τι στο διάβολο•ни -а – (απλ.) ούτε διάβολος (τίποτε απολύτως)•ни к -у не годится – ούτε για το διάβολο δεν κάνει (τελείως άχρηστος• (для) какого -а; за каким (коим) -ом; на какой -; на -а (απλ.) τι (στο) διάβολο, γιατί•чёрт тебя (его, их – κλπ.) возьми να σε πάρει ο διάβολος•чёрт знает кто (что) – ποιος Εέρει, ο διάβολος ξέρει, άγνωστο• (куда, откуда) чёрт принс (που, από που) ο διάβολος (τον) έφερε (για άκαιρη άφιξη κάποιου)•чёрт с ним (тобой, ними – κλπ.) ας πάει (πας, πάνε) στο διάβολο, ας είναι (γίνει) έτσι• чёрт-те что (где) ο διάβολος ξέρει τι (που), άγνωστο•- ям (чёрту) тошно – (απλ.) ούτε ο διάβολος δεν το τρώει (ξεπερνά τα όρια)•к -у (-ям) на рога (кулички) ή у -а на рогах (куличках) – απλ. στου διαβόλου την άκρη ή τη μάνα ή την ουρά (κατάμακρα)•ни один чёрт ή сам чёрт – ούτε ο ίδιος ο διάβολος (κανένας)•одному -у известно – μόνο ένας διάβολος ξέρει δηλ. κανένας•что за -! – τι διάβολο! -
62 драхма
фарм.1. (единица веса, равная 3,883 г) η δραχμή (μονάδα βάρους που ισούται με 3,88 γραμμάρια) 2. (единица объёма, равная 3,696 мл) η δραχμή (μονάδα όγκου που ισούται με 3,696 ml).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > драхма
-
63 заплечики
1. маш. το αντιστήριγμα της μηχανής 2. полигр. η πατούρα του στοιχείου (που δεν εκτυπώνεται) 3. мет. το κάτω τμήμα του κλιβάνου (με διατομή που στενεύει).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заплечики
-
64 лицо
1. (человек, личность) το πρόσωπο, το άτομο---которому предоставлено право - στον οποίο έχει δοθεί/παραχωρήθηκε το δικαίωμα2. (человека) το πρόσωπο 3. грам. το πρόσωπο 4 текст. η καλή πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лицо
-
65 беспокоить
беспокоить 1) (волновать) ανησυχώ, στενοχωρώ меня -ит... με ανησυχεί... 2) (ме шать ) ενοχλώ извините, что \беспокоитью вас... με συγχωρείτε, που σας ενοχλώ \беспокоитьиться 1) (вол новаться ) ανησυχώ не \беспокоитьй тесь έννοια σας, μη σας ενοχλεί 2) (утруждать себя) κάνω τον κόπο, ενοχλούμαι* * *1) ( волновать) ανησυχώ, στενοχωρώменя́ беспоко́ит... — με ανησυχεί...
2) ( мешать) ενοχλώизвини́те, что беспоко́ю вас... — με συγχωρείτε, που σας ενοχλώ
-
66 беспокойство
беспокойство с 1) (волне ние ) η ανησυχία 2) (наруше ние покоя) η ταραχή, η ενό χληση простите за \беспокойство με συγχωρείτε που σας ενοχλώ* * *с1) ( волнение) η ανησυχία2) ( нарушение покоя) η ταραχή, η ενόχλησηпрости́те за беспоко́йство — με συγχωρείτε που σας ενοχλώ
-
67 ваш
ваш (ваша, ваше, ваши ) (δικός) σας это \ваша книга? δικό σας είναι αυτό το βιβλίο; \ваша мать η μητέρα σας \ваш отец о πατέρας σας \ваши до машние οι δικοί σας где \ваши чемоданы? πού είναι οι βα λίτσες σας;* * *(ваша, ваше, ваши)э́то ваша кни́га? — κό σας είναι αυτό το βιβλίο
ваш оте́ц — ο πατέρας σας
ваши дома́шние — οι δικοί σας
где ваши чемода́ны? — που είναι οι βαλίτσες σας
-
68 вести
вести 1) (сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω 2) (руководить) καθοδηγώ, διευθύνω \вести собрание προεδρεύω στη συνέλευση 3) (направлять) οδηγώ \вести машину οδηγώ το αυτοκίνητο* \вести мяч φέρω την μπάλα 4) (осуществлять) δι ευθύνω \вести борьбу κάνω αγώ να, αγωνίζομαι' \вести переговоры διαπραγματεύομαι \вести разговор συνομιλώ, κουβεντι άζω 5) (куда-л.) φέρω, οδηγώ; куда ведёт эта дорога? πού βγαίνει (или οδηγεί) αυτός ο δρόμος; ◇ \вести себя φέρομαι, συμπεριφέρομαι* * *1) ( сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω2) ( руководить) καθοδηγώ, διευθύνωвести́ собра́ние — προεδρεύω στη συνέλευση
3) ( направлять) οδηγώвести́ маши́ну — οδηγώ το αυτοκίνητο
вести́ мяч — φέρω την μπάλα
4) ( осуществлять) διευθύνωвести́ борьбу́ — κάνω αγώνα, αγωνίζομαι
вести́ перегово́ры — διαπραγματεύομαι
вести́ разгово́р — συνομιλώ, κουβεντιάζω
5) (куда-л.) φέρω, οδηγώкуда́ ведёт э́та доро́га? — πού βγαίνει ( или οδηγεί) αυτός ο δρόμος
••вести́ себя́ — φέρομαι, συμπεριφέρομαι
-
69 время
время с 1) ο καιρός, η ώρα; ο χρόνος (тж. гром.) завтра в это \время αύριο τέτοια ώρα сколько \времяени? τι ώρα είναι; хорошо провести \время περνώ ευχάριστα τον καιρό 2) (период) η εποχή; времена года οι εποχές του χρόνου ◇ на \время για ορισμένο διάστημα, προσωρινά' в то \время как τον καιρό που; ενώ \время от \времяени πότε πότε со \времяенем με τον καιρό тем \времяенем στο μεταξύ* * *с1) ο καιρός, η ώρα; ο χρόνος (тж. грам.)за́втра в э́то вре́мя — αύριο τέτοια ώρα
ско́лько вре́мени? — τι ώρα είναι
хорошо́ провести́ вре́мя — περνώ ευχάριστα τον καιρό
2) ( период) η εποχήвремена́ го́да — οι εποχές του χρόνου
••на вре́мя — για ορισμένο διάστημα, προσωρινά
в то вре́мя как — τον καιρό που; ενώ
вре́мя от вре́мени — πότε πότε
со вре́менем — με τον καιρό
тем вре́менем — στο μεταξύ
-
70 вы
вы (вас, вам, вами, о вас ) εσείς вы готовы? είστε έτοι μοι; вы там будете? θα είστε εκεί; это сделали мы, а не вы το κάναμε εμείς, όχι σεις* у вас есть (нет ) έχετε (δεν έχετε) для вас για σας' это вам? είναι για σας; это при надлежит вам αυτό σας ανή κει я рад вас видеть χαίρω που σας βλέπω он вами доволен είναι ευχαριστημένος μαζί σας; он нам расскажет о вас θα μας μιλήσει για σας* * *(вас, вам, вами, о вас)вы гото́вы? — είστε έτοιμοι
вы там бу́дете? — θα είστε εκεί
э́то сде́лали мы, а не вы — το κάναμε εμείς, όχι σεις
э́то вам? — είναι για σας
э́то принадлежи́т вам — αυτό σας ανήκει
он ва́ми доволе́н — είναι ευχαριστημένος μαζί σας
он нам расска́жет — о вас θα μας μιλήσει για σας
-
71 ехать
ехать 1) πηγαίνω ( με μετα φορικό μέσο) \ехать поездом (на автомобиле, метро) πηγαίνω με τρένο ( αυτοκίνητο, μετρό) \ехать верхом πηγαίνω καβάλα 2) (уезжать) φεύγω, αναχωρώ куда вы едете? πού πηγαίνετε; я еду завтра φεύγω αύριο* * *е́хать по́ездом (на автомоби́ле, метро́) — πηγαίνω με τρένο (αυτοκίνητο, μετρό)
е́хать верхо́м — πηγαίνω καβάλα
2) ( уезжать) φεύγω, αναχωρώкуда́ вы е́дете? — πού πηγαίνετε
я е́ду за́втра — φεύγω αύριο
-
72 жалеть
жалеть λυπούμαι, πονώ я \жалетью, что... λυπούμαι που...* * *λυπούμαι, πονώя жале́ю, что... — λυπούμαι που...
-
73 жить
жить ζω κατοικώ, μένω, διαμένω (проживать) я живу в Москве ζω στη Μόσχα где вы живёте? πού μένετε; я живу на улице Горького μένω στην οδό Γκόρκι* * *ζω; κατοικώ, μένω, διαμένω ( проживать)я живу́ в Москве́ — ζω στη Μόσχα
я живу́ на у́лице Го́рького — μένω στην οδό Γκόρκι
-
74 задний
-
75 заставить
заставить, заставлять αναγκάζω υποχρεώνω (обязать) простите, что заставил себя долго ждать με συγχωρείτε που σας ανάγκασα να περιμένετε* * *= заставлятьαναγκάζω; υποχρεώνω ( обязать)прости́те, что заста́вил себя́ до́лго ждать — με συγχωρείτε που σας ανάγκασα να περιμένετε
-
76 кстати
кстати 1. (уместно) ( ακριβώς) στην ώρα· прийти \кстати έρχομαι στην ώρα· вы пришли очень \кстати ήρθατε στην κατάλληλη στιγμή 2. вводн. слово; где он, \кстати? πού είναι, αλήθεια, αυτός;* * *1.( уместно) (ακριβώς) στην ώραприйти́ кста́ти — έρχομαι στην ώρα
2.вы пришли́ о́ченькста́ти — ήρθατε στην κατάλληλη στιγμή
вводн. Словогде он, кста́ти? — πού είναι, αλήθεια, αυτός
-
77 лежать
лежать 1) πλαγιάζω, ξαπλώνω 2) (находиться) βρίσκομαι· \лежать в больнице βρίσκομαι στο νοσοκομείο· где лежат мой вещи? πού βρίσκονται τα πράγματα μου;* * *1) πλαγιάζω, ξαπλώνω2) ( находиться) βρίσκομαιлежа́ть в больни́це — βρίσκομαι στο νοσοκομείο
где лежа́т мои́ ве́щи? — πού βρίσκονται τα πράγματά μου
-
78 мы
мы (нас, нам, нами, о нас) εμείς· мы готовы είμαστε έτοιμοι* нас не было дома δεν είμαστε σπίτι; у, нас есть... έχουμε....* у нас нет... δεν έχουμε...' не забывайте нас μη μας ξεχνάτε' дайте нам два билета δώστε μας δυο εισιτήρια' где нам выходить? ( από) πού πρέπει να βγούμε; приходите к нам ελάτε σ' εμάς' пойдёмте с нами ελάτε μαζί μας' вы довольны нами? Είστε ευχαριστημένοι από μας (или μαζί μας); это принадлежит нам αυτό μας ανήκει* он вам расскажет о нас θα σας μιλήσει για μας* * *(нас, нам, нами, о нас)мы гото́вы — είμαστε έτοιμοι
нас не́ было до́ма — δεν είμαστε σπίτι
у нас есть… — έχουμε…
у нас нет… — δεν έχουμε…
не забыва́йте нас — μη μας ξεχνάτε
да́йте нам два биле́та — δώστε μας δυο εισιτήρια
где нам выходи́ть? — (από) πού πρέπει να βγούμε
приходи́те к нам — ελάτε σ'εμάς
пойдёмте с на́ми — ελάτε μαζί μας
вы дово́льны на́ми? — είστε ευχαριστημένοι από μας (или μαζί μας)
э́то принадлежи́т нам — αυτό μας ανήκει
он вам расска́жет о нас — θα σας μιλήσει για μας
-
79 настолько
настолько τόσο, σε τέτοιο βαθμό* я \настолько устал, что... τόσο κουράστηκα που...* * *τόσο, σε τέτοιο βαθμόя насто́лько уста́л, что… — τόσο κουράστηκα που…
-
80 наш
наш (наша, наше, наши) ( δικός) μας· где \наши места? Πού είναι οι θέσεις μας; вот \наш дом να το σπίτι μας· это \наша книга είναι το βιβλίο μας· это \наше место είναι δική μας θέση, είναι η θέση μας· это \наши дети είναι τα παιδιά μας* * *(наша, наше, наши)где наши места́? — πού είναι οι θέσεις μας
вот наш дом — να το σπίτι μας
э́то наша кни́га — είναι το βιβλίο μας
э́то наше ме́сто — είναι δική μας θέση, είναι η θέση μας
э́то наши де́ти — είναι τα παιδιά μας
См. также в других словарях:
πού — ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις) 1. (με τοπ. σημ.) σε ποιο μέρος, σε ποιον τόπο (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», Αισχύλ.) 2. (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο … Dictionary of Greek
ποῦ — πού enclitic indeclform (adverb) ποῦ where? indeclform (interrog) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πού — που , πού enclitic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
που — πού enclitic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
που — (I) και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.) 1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», Ξεν.) 2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.) 3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα… … Dictionary of Greek
που — 1. αναφορ. αντων., άκλ. για κάθε γένος, πτώση και αριθμό, ο οποίος, η οποία, το οποίο. 2. αναφορ. τοπ. επίρρ.: Το κλειδί θα το βρεις εκεί που το αφήναμε πάντα. 3. σύνδ. αιτιολ.: Χάρηκα που σε είδα. 4. σύνδ. χρον.: Είναι τόσα χρόνια που περιμένω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Που Γι, Αϊσίν Τζορό — (Πεκίνο 1906 – 1982). Ο τελευταίος Κινέζος αυτοκράτορας. Ανέβηκε στον θρόνο της Κίνας σε ηλικία 2 ετών με το όνομα Χσυάν – τ’ ουνγκ, αλλά 3 χρόνια αργότερα μετά το επαναστατικό κίνημα του οποίου αρχηγός ήταν ο Σουν Γιατ Σεν, υπογράφτηκε, στο… … Dictionary of Greek
πού; — επίρρ. 1. ερωτ. τόπου: Πού το έβαλες το βιβλίο; 2. ερωτ. τροπ.: Πού το έμαθες εσύ; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
που(τ)τί — το, Ν το γυναικείο αιδοίο … Dictionary of Greek
ούτι που — οὔτι που ή οὔ τί που (Α) υποθέτω όχι, όχι βέβαια («οὔτι που οὖτος Ἀπόλλων», Πινδ.) … Dictionary of Greek
η που — ἤ που (Α) ή ίσως, παρά ίσως … Dictionary of Greek