-
1 βρίσκομαι
[ασέΐνικ] ουσ α λουρί -
2 найтись
-
3 застаиваться
βρίσκομαι σε απραξία, τελώ εν απραξία, (о воде) λιμνάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > застаиваться
-
4 противолежать
βρίσκομαι/τίθεμαι ένα-ντί/απέναντί του- щий αντικρυνός, ο ευρισκόμενος απέναντι/έναντιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > противолежать
-
5 лежать
лежать 1) πλαγιάζω, ξαπλώνω 2) (находиться) βρίσκομαι· \лежать в больнице βρίσκομαι στο νοσοκομείο· где лежат мой вещи? πού βρίσκονται τα πράγματα μου;* * *1) πλαγιάζω, ξαπλώνω2) ( находиться) βρίσκομαιлежа́ть в больни́це — βρίσκομαι στο νοσοκομείο
где лежа́т мои́ ве́щи? — πού βρίσκονται τα πράγματά μου
-
6 стоять
стоять 1) στέκω, στέκομαι 2) (находиться) είμαι, βρίσκομαι* \стоять у власти βρίσκομαι στην εξουσία 3) (останавливаться) σταματώ; поезд* * *1) στέκω, στέκομαι2) ( находиться) είμαι, βρίσκομαιстоя́ть у вла́сти — βρίσκομαι στην εξουσία
3) ( останавливаться) σταματώпо́езд стои́т де́сять мину́т — το τρένο στέκεται δέκα λεπτά
часы́ стоя́т — το ρολόι σταμάτησε
сто́йте! — σταματήστε!
••стоя́ть на своём — επιμένω
-
7 рука
-и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.1. το χέρι•правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•
поднять -и σηκώνω τα χέρια•
опустить -и κατεβάζω τα χέρια•
брать в -у παίρνω στο χέρι•
взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•
скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•
вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•
протянуть -у τεντώνω το χέρι•
подать -у δίνω το χέρι•
умелые -и προκομμένα χέρια.
|| η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.
2. γραφικός χαρακτήρας•это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•
это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.
|| υπογραφή (ιδιόχειρη)•подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.
3. πλθ. -и εργάτες•не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.
|| άνθρωποι, άτομα•я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.
|| μτφ. ισχυρός, δυνατός•властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.
|| βοηθός, προστάτης.4. παλ. συμφωνία γάμου•отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•
он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).
5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.
6. κατηγορία, τάξη•мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•
7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•
под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.
εκφρ.в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•на -у кому – προς όφελος κάποιου•на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•под -сж) – παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•-ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•рука в -у – παλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•-и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•-и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•- и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•- и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•- и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•- ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•- ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•- ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•-и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας. -
8 находиться
нахо||ди́ться Iнесов1. (обнаруживаться) βρίσκομαι, εὐρίσκομαι, ἀνευρίσκομαι:находятся желающие... βρίσκονται πολλοί πού ἐπιθυμοῦν...·2. (не растеряться) δέν τά χάνω, δέν χάνομαι, δέν σαστίζω, διατηρώ τήν ψυχραιμία μου:я не \находитьсяжу́сь, что ответить δέν ξέρω πῶς νά ἀπαντήσω·3. (быть расположенным) βρίσκομαι, είμαι, κεΐμαι:школа находится за углом τό σχολείο βρίσκεται στή γωνία·4. (пребывать) είμαι, βρίσκομαι:\находиться в отпуску́ εἶμαι σέ ἀδεια· \находиться под подозрением θεωρούμαι ὑποπτος· \находиться под судом εἶμαι ὑπόδικος.находиться IIсов (много ходить) περπατώ πολύ, βαδίζω πολύ / ξεποδαριάζομαι (устать). -
9 очутиться
очути́||тьсясов βρίσκομαι:как он здесь \очутитьсялся? πῶς βρέθηκε ἐδῶ;· \очутиться в за; -рудни́тельном положении βρίσκομαι σέ δύσκολη θέση, βρίσκομαι σέ στενόχωρη θέση -
10 находить
находить 1-ожу, -одишьρ.δ.βλ. найти 11. βλ. найтись.2. βρίσκομαι, είμαι•лес -ится недалеко от города το δάσος είναι κοντά στην πόλη•
-жусь в трудном положении εγώ βρίσκομαι σε δύσκολη θέση (κατάσταση).
находить 2-ожу, -одишьρ.δ.βλ. найти 2βρίσκομαι ταχτικά, πολλές φορές• διανύω, διασχίζω, διατρέχω πολλές φορές. || κατακουράζομαι βαδίζοντας, ξεποδαριάζομαι•я -лся по городу ξεποδαριάστηκα γυρίζοντας στην πόλη.
-
11 бывать
бывать 1) (находиться) βρίσκομαι, είμαι 2) (посещать) συχνάζω, επισκέπτο μαι· вы часто \быватьете в театре? πηγαίνετε συχνά στο θέα τρο; 3) безл.: \быватьет συμβαί νει, τυχαίνει* * *1) ( находиться) βρίσκομαι, είμαι2) ( посещать) συχνάζω, επισκέπτομαιвы часто быва́ете в теа́тре? — πηγαίνετε συχνά στο θέατρο
3) безл.быва́ет — συμβαίνει, τυχαίνει
-
12 быть
быть 1) (существовать) είμαι, υπάρχω 2) (находиться) είμαι, βρίσκομαι· где вы* * *1) ( существовать) είμαι, υπάρχω2) ( находиться) είμαι, βρίσκομαιгде вы бы́ли? — πού είσαστε
3) ( иметься) έχω, υπάρχωу меня́ не́ было свобо́дного вре́мени — δεν είχα ελεύθερη ώρα
в библиоте́ке есть мно́го ре́дких книг — στη βιβλιοθήκη υπάρχουν πολλά σπάνια βιβλία
4) (в знач. связки)он был учи́телем — ήτανε δάσκαλος
••так и быть! — ας είναι!, έστω!
мо́жет быть — ίσως, πιθανό
бу́дьте (так) добры́... — έχετε την καλοσύνη…
бу́дьте здоро́вы! — γεια σας!
-
13 замешательство
замешательство с η σύγχυση, η αμηχανία прийти в \замешательство βρίσκομαι σε αμηχανία* * *сη σύγχυση, η αμηχανίαприйти́ в замеша́тельство — βρίσκομαι σε αμηχανία
-
14 находиться
находиться 1) см. Найтись 2) (быть, помещаться) βρίσκομαι, είμαι· где находится...? πού βρίσκεται...; где мы находимся? πού βρισκόμαστε;* * *1) см. найтись2) (быть, помещаться) βρίσκομαι, είμαιгде нахо́дится...? — πού βρίσκεται...
где мы нахо́димся? — πού βρισκόμαστε
-
15 оказаться
оказаться 1) (очутиться) βρίσκομαι 2) (обнаружиться) αποδείχνομαι, φαίνομαι* * *1) ( очутиться) βρίσκομαι2) ( обнаружиться) αποδείχνομαι, φαίνομαι -
16 очутиться
-
17 попадать
попадать, попасть 1) (очутиться) πέφτω, βρίσκομαι· как попасть на вокзал? πώς μπορώ να βγω στο\ σταθμό; 2) (в цель) πετυχαίνω ◇ \попадать в беду παθαίνω συμφορά* * *= попасть1) ( очутиться) πέφτω, βρίσκομαιкак попа́сть на вокза́л? — πώς μπορώ να βγω στο σταθμό
2) ( в цель) πετυχαίνω••попада́ть в беду́ — παθαίνω συμφορά
-
18 руль
руль м το τιμόνι, το πηδάλιο; το βολάν (автомашины)' править рулём κρατώ το τιμόνι; сидеть за рулём (автомашины) βρίσκομαι στο βολάν* * *мτο τιμόνι, το πηδάλιο; το βολάν ( автомашины)пра́вить рулём — κρατώ το τιμόνι
сиде́ть за рулём (автомашины) — βρίσκομαι στο βολάν
-
19 состоять
состоять 1) (находиться) βρίσκομαι, είμαι 2) (заключаться) συνίσταμαι, αποτελούμαι \состояться γίνομαι, πραγματοποιούμαι* * *1) ( находиться) βρίσκομαι, είμαι2) ( заключаться) συνίσταμαι, αποτελούμαι -
20 действие
действ||иес1. (деятельность, работа) ἡ δράση [-ις], ἡ πράξη [-ις], ἡ ἐνέργεια / ἡ κίνηση [-ις], ἡ λειτουργία μηχανής (машины, аппарата и т. п.):приводить в \действие θέτω σέ κίνηση· находиться в \действиеии βρίσκομαι σέ κίνηση, βρίσκομαι ἐν λειτουργία· радиус \действиеия ἡ ἀκτίνα δράσης· бо́мба замедленного \действиеия ἡ ἐγκαιροφλε-γής βόμβα·2. (поступок) чаще мн, \действиеия οἱ πράξεις:образ \действиеий ὁ τρόπος ἐνέργειας· самовольные \действиеия οἱ αὐθαίρετες πράξεις· свобода \действиени́ ἡ ἐλευθερία δράσης·3. (договора, соглашения) ἡ ἰσχύς:вводить в \действие θέτω σέ ἰσχύ· обратное \действие закона юр ἡ ἀναδρομική ἰσχύς τοῦ νόμου·4. (воздействие, влияние) ἡ ἐπίδραση [-ις], ἡ ἐπιρροή, ἡ ἐνέργεια:благотворное \действие ἡ εὐεργετική ἐπίδραση· оказывать \действие на кого-л., на что-л. ἐπιδρώ, ἀσκῶ ἐπίδραση· под \действиеием ὑπό τήν ἐπίδραση·5. (события в пьесе, в рассказе) ἡ ὑπόθε-σπ [-ις], ἡ δράση [-ις]:\действие повести ἡ ὑπόθεση τοῦ διηγήματος·6. театр., мат ἡ πράξη [-ις]:комедия в трех \действиеиях κωμωδία σέ (είς) τρείς πράξεις· четыре арифметических \действиеия οἱ τέσσαρες πράξεις τής ἀριθμητικής· ◊ военные \действиеия οἱ πολεμικές ἐπιχειρήσεις, οἱ ἐχθροπραξίες.
См. также в других словарях:
βρίσκομαι — βρίσκομαι, βρέθηκα βλ. πίν. 115 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλληλοσυμπράττω — βρίσκομαι σε αμοιβαία συνεργασία, υποστηρίζομαι από κάποιον και τόν υποστηρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + συμπράττω] … Dictionary of Greek
αλληλοσυνάπτομαι — βρίσκομαι με άλλον σε αμοιβαία συνεργασία, συνεργάζομαι, συμπράττω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + συνάπτω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
διχονοιάζω — βρίσκομαι σε διχόνοια, σε διαφωνία με κάποιον … Dictionary of Greek
καταμπερδαίνω — βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μπερδαίνω «μπερδεύω»] … Dictionary of Greek
δευτερεύω — βρίσκομαι ή έρχομαι δεύτερος στη σειρά: Η διασκέδαση δευτερεύει στην καθημερινότητά μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαπνέομαι — βρίσκομαι υπό την επιρροή κάποιας διάθεσης ή συναισθήματος ή διακατέχομαι απ’ αυτά: Η σχέση μας διαπνέεται από κατανόηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπαδοκρατούμαι — βρίσκομαι κάτω από την απόλυτη εξουσία του κλήρου, την παπαδοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek
ακμάζω — (Α ἀκμάζω) 1. βρίσκομαι σε ακμή, σε πλήρη άνθηση 2. ανθώ, ευημερώ, ευδοκιμώ νεοελλ. (για πρόσωπα) βρίσκομαι στην πιο δημιουργική φάση τής ζωής μου, στην ωριμότητά μου «ο ποιητής άκμασε στα μέσα τού 5ου αιώνα» αρχ. 1. (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε… … Dictionary of Greek