Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πλαγιάζω

  • 1 лечь

    лечь ξαπλώνω* πλαγιάζω (β постель)' \лечь спать πέφτω για ύπνο, πλαγιάζω
    * * *
    ξαπλώνω; πλαγιάζω ( в постель)

    лечь спать — πέφτω για ύπνο, πλαγιάζω

    Русско-греческий словарь > лечь

  • 2 лежать

    лежать 1) πλαγιάζω, ξαπλώνω 2) (находиться) βρίσκομαι· \лежать в больнице βρίσκομαι στο νοσοκομείο· где лежат мой вещи? πού βρίσκονται τα πράγματα μου;
    * * *
    1) πλαγιάζω, ξαπλώνω
    2) ( находиться) βρίσκομαι

    лежа́ть в больни́це — βρίσκομαι στο νοσοκομείο

    где лежа́т мои́ ве́щи? — πού βρίσκονται τα πράγματά μου

    Русско-греческий словарь > лежать

  • 3 постель

    постель ж το στρώμα· το κρεβάτι (кровать лечь в \постель πλαγιάζω
    * * *
    ж
    το στρώμα; το κρεβάτι ( кровать)

    лечь в посте́ль — πλαγιάζω

    Русско-греческий словарь > постель

  • 4 спать

    спать κοιμούμαι; ложиться \спать πέφτω να κοιμηθώ, πλαγιάζω; я хочу \спать θέλω να κοιμηθώ, νυστάζω
    * * *

    ложи́ться спать — πέφτω να κοιμηθώ, πλαγιάζω

    я хочу́ спать — θέλω να κοιμηθώ, νυστάζω

    Русско-греческий словарь > спать

  • 5 улечься

    улечься ξαπλώνω, πλαγιάζω; \улечься в постель πέφτω στο κρεβάτι
    * * *
    ξαπλώνω, πλαγιάζω

    уле́чься в посте́ль — πέφτω στο κρεβάτι

    Русско-греческий словарь > улечься

  • 6 лежать

    леж||а́ть
    несов
    1. εἶμαι ξαπλωμένος, κοί-τομαι, κεΐμαι, πλαγιάζω:
    \лежать на траве πλαγιάζω ἐπάνω στά χόρτα· \лежать в больнице βρίσκομαι στό νοσοκομείο·
    2. (быть расположенным) βρίσκομαι, εὐρίσκομαι, είμαι:
    город \лежатьит на берегу́ моря ἡ πόλη βρίσκεται στήν ἀκροθαλασσιά, ἡ πόλη εἶναι παραθαλάσσια·
    3. (на ком-л.\лежатьоб обязанностях, заботах и т. п.):
    <§ти обязанности \лежатьат на нем αὐτά εἶναι δικά του καθήκοντα· ◊ \лежать в основе ἀποτελώ τή βάση.

    Русско-новогреческий словарь > лежать

  • 7 ложиться

    ложиться
    несов πλαγιάζω, ξαπλώνομαι, κατακλίνομαι:
    \ложиться в постель πλαγιάζω στό κρεββάτΓ \ложиться спать πέφτω νά κοιμηθώ· \ложиться в больницу μπαίνω στό νοσοκομείο.

    Русско-новогреческий словарь > ложиться

  • 8 укладываться

    укладывать||ся
    1. (помещаться) χωρώ, μπαίνω:
    \укладыватьсяся в регламент δέν ὑπερβαίνω τό καθορισμένο χρονικό ὅριο·
    2. (уложить вещи) τακτοποιώ τά πράγματα μου· \укладыватьсяся в дорогу ἐτοιμάζομαι γιά ταξεϊδι·
    3. (для отдыха или сна) πλαγιάζω, κατακλίνομαι, ξαπλώνω (άμετ.):
    \укладыватьсяся в кровать πέφτω στό κρεββάτι· \укладыватьсяся на дивая πλαγιάζω στον καναπέ· ◊ это не укладывается в моей голове δέν μπορεί νά τό χωρέσει τό μυαλό μου.

    Русско-новогреческий словарь > укладываться

  • 9 вылежать

    вы/ лежать 1
    -жу, -жишь, ρ.σ.
    ξαπλώνω, πλαγιάζω, κατακλίνομαι(για ορισμένο χρονικό διάστημα).
    ξαπλώνω, πλαγιάζω, κατακλίνομαι•

    больному необходимо вылежать ο άρρωστος απαραίτητα πρέπει να ξαπλώσει.

    || αφήνω να ωριμάσει•

    подозрелые груши должны вылежать τα μισογινομένα (κομμένα) αχλάδια πρέπει να αφεθούν να ωριμάσουν.

    вылежа/ть 2
    ρ.δ.
    βλ. вылезти.

    Большой русско-греческий словарь > вылежать

  • 10 лежать

    лежу, лежишь,
    επιρ. μτχ. лжа, ρ.δ.
    1. ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοίτομαι•

    лежать на солнце ξαπλάνω στον ήλιο•

    лежать ничком ξαπλώνω μπρούμυτα•

    лежать ниц ξαπλώνω πρηνηδόν, μπρούμυτα•

    -навзничь ξαπλώνω ανάσκελα•

    лежать на боку ξαπλώνω στο πλευρό•

    лежать на спин ακουμπώ στη ραχη•

    лежать пластом ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά.

    || μένω•

    без чувств μένω αναίσθητος•

    лежать в обморок μένω λιπόθυμος.

    || είμαι άρρωστος•

    он -ит в больнице αυτός είναι άρρωστος στο νοσοκομείο.

    || σε συνδυασμό με λέξεις της ίδιας ρίζας: «лежмя», «лежнем», «в лёжку» προσδίδει επίταση•

    в лёжку лежать ξαπλώνω φεφδιά-πλατιά.

    || κείμαι (νεκρός).
    2. (για αντικείμενα) βρίσκομαι σε οριζόντια θέση, κείμαι. || είμαι, επικάθομαι, κείμαι.
    4. εκτείνομαι•

    город -ит на берегу моря η πόλη εκτείνεται κατά μήκος της παραλίας.

    5. κάθομαι, κείμαι.
    6. περικλείνομαι, περιέχομαι.
    εκφρ.
    лежать на боку ή на печи – τεμπελιάζω•
    лежать под сукном – παίραμένω στο χρονοντούλαπό (για αιτήσεις, υποθέσεις κλπ.)• плохо лежит δεν είναι ασφαλισμένα, μπορεί να κλεφτεί•
    душа ή сердце не -ит к кому-чему – δεν είμαι καλοδιατεθημένος προς κάποιον ή για κάτι.
    ξαπλώνω, πλαγιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > лежать

  • 11 улечься

    улягусь, уляжешься, улягутся, παρλθ. χρ. улгся, улеглась, -лось, προστκ. улягся
    ρ.σ.
    1. ξαπλώνω, -ομαι, κατακλίνομαι, πλαγιάζω•

    улечься на бок πλαγιάζω στο πλευρό.

    || χωρώ καθιστός.
    2. κάθομαι καλά, όπως χρειάζεται• χωρώ (για αντικείμενα). || πέφτω σιγά-σιγά, κατακάθομαι•

    пыль -лась η σκόνη κα-τακάθησε.

    3. κοπάζω, καλμάρω, ξεπέφτω• κατευνάζω•

    -гся ветер κόπασε ο άνεμος•

    -гся холод έσπασε το κρύο•

    -глись страсти κατευνάστηκαν τα πάθη.

    Большой русско-греческий словарь > улечься

  • 12 заваливаться

    заваливать||ся
    1. (запропаститься) πέφτω, χάνομαι, χώνομαι·
    2. (лечь) разг ξαπλώνω, κατα-κλίνομαι, πλαγιάζω.

    Русско-новогреческий словарь > заваливаться

  • 13 залечь

    залечь
    сов I. (лечь надолго) ξαπλώνω πολύ, πλαγιάζω·
    2. (притаиться) κρύβομαι ξαπλώνοντας, ἐνεδρεύω ξαπλωμένος·
    3. (глубоко запасть, запечатлеться) ἐντυπώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > залечь

  • 14 прилечь

    прилечь
    сов πλαγιάζω, γέρνω λίγο, ξαπλώνω γιά λίγο.

    Русско-новогреческий словарь > прилечь

  • 15 ложиться

    [λοζίτ'σα] ρ. πλαγιάζω

    Русско-греческий новый словарь > ложиться

  • 16 ложиться

    [λοζίτ'σα] ρ πλαγιάζω

    Русско-эллинский словарь > ложиться

  • 17 залечь

    -лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. залег, -легла, -ло, προστκ. заляг, μτχ. παρλθ. χρ. залегший
    ρ.σ.
    1. ξαπλώνω, πλαγιάζω πολύ•

    он -лег до вечера αυτός πλάγιασε ως το βράδυ.

    || κρύβομαι, ξαπλώνω για να κρυφτώ•

    залечь в засаду στήνω ενέδρα, καρτέρι.

    2. μτφ. κείμαι χαμηλά. || ριζώνομαι, χαράσσομαι•

    в моей душе глубоко -гли впечатления детства στην ψυχή μου βαθιά ρίζωσαν οι παιδικές εντυπώσεις.

    3. κοίτομαι, σχηματίζομαι σαν κοίτασμα.
    4. σημειώνομαι, σχηματίζομαι (για ρητίδες, δίπλες κ.τ.τ.).
    5. (για δρόμο) γίνομαι αδιάβατος.

    Большой русско-греческий словарь > залечь

  • 18 лавировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.
    1. λοζοπλοώ, πλαγιάζω, βαστώ όρτσα.
    2. μτφ.
    επιδιώκω κάτι με πλάγια μέσα, ελίσσομαι, μανουβράρω.

    Большой русско-греческий словарь > лавировать

  • 19 лечь

    лягу, ляжешь, лягут; παρλθ. χρ. лг, легла
    -ло, προστκ. ляг ρ.σ.
    1. ξαπλώνω,πλαγιάζω κατακλίνομαι•

    лечь на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || πεθαίνω. || πέφτω στη μάχη, σκοτώνομαι.
    2. εκτείνομαι καλύπτω, σκεπάζω. || αρχίζω, έρχομαι•

    на днях -ет зима αυτές τις μέρες θ αρχίσει ο χειμώνας.

    3. πέφτω, κάθομαι•

    платье -ло хорошо на тело το φόρεμα κάθησε καλά στο σώμα.

    4. παίρνω κατεύθυνση (για πλοίο, αεροπλάνο).
    5. μτφ. φέρω, πέφτω, έχω•

    ответственность -ет на вас την ευθύνη θα την φέρετε εσείς•

    могут лечь на меня подозрения μπορεί να με υποψιαστούν.

    6. μτφ. σε συνδυασμό με τις λέξεις•

    на душу, на сердце, на совесть σημαίνει: βαρύνω, τύπτω, τρώγω, κατατρύχω, καταπονώ, ενοχλώ.

    Большой русско-греческий словарь > лечь

  • 20 прилечь

    ρ.σ.
    1. πλαγιάζω, ξαπλώνω•

    прилечь отдохнуть ξαπλώνω να ξεκουραστώ.

    || ξαπλώνω, στρώνομαι καταγής για να μή φαίνομαι, κρύβομαι. || ακουμπώ, εφάπτω, κολλώ•

    прилечь ухом к чему-л. ακουμπώ το αυτί, σε κάτι (για να ακούσω)•

    ребёнок прилёг на плечо матери το παιδάκι ακούμπησε στον ώμο της μάνας.

    2. κλίνω, γέρνω, λυγίζω, κάμπτομαι. || (επι)κάθομαι•

    пыль -гла η σκόνη επικάθησε.

    3. στηρίζομαι γερά, σταθερά.

    Большой русско-греческий словарь > прилечь

См. также в других словарях:

  • πλαγιάζω — πλαγιάζω, πλάγιασα, πλαγιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλαγιάζω — Ν ΜΑ [πλάγιος] (σχετικά με πλοίο) κυβερνώ ή πλέω εγγύτατα προς την ευθεία τού ανέμου, πλέω με την οξύτερη δυνατή γωνία πρόσπτωσης τού ανέμου στα ιστία, κν. βαστάω όρτσα («πρὸς ἀντίους τοὺς ἐτησίας πλαγιάζοντας [τὴν ναῡν]», Λουκιαν.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • πλαγιάζω — πλάγιασα, πλαγιασμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να ξαπλωθεί, βάζω, υποχρεώνω κάποιον να κατακλιθεί: Τα παιδιά να τα πλαγιάζετε νωρίς. 2. για γυναίκα, υποχρεώνω να κοιμηθεί μαζί μου: Την πλάγιασε την κοπέλα και τώρα δεν τη θέλει. 3. αμτβ., πέφτω κάτω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεπλαγιασμένα — πλαγιάζω turn sideways perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπλαγιασμένᾱ , πλαγιάζω turn sideways perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπλαγιασμένᾱ , πλαγιάζω turn sideways perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιάσω — πλαγιάζω turn sideways aor subj act 1st sg πλαγιάζω turn sideways fut ind act 1st sg πλαγιάζω turn sideways aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιάσῃ — πλαγιάζω turn sideways aor subj mid 2nd sg πλαγιάζω turn sideways aor subj act 3rd sg πλαγιάζω turn sideways fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιῶν — πλαγιάζω turn sideways fut part act masc voc sg πλαγιάζω turn sideways fut part act neut nom/voc/acc sg πλαγιάζω turn sideways fut part act masc nom sg (attic epic ionic) πλαγιόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) πλαγιόω pres part act neut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπλαγιασμένον — πλαγιάζω turn sideways perf part mp masc acc sg πλαγιάζω turn sideways perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιαζόμενον — πλαγιάζω turn sideways pres part mp masc acc sg πλαγιάζω turn sideways pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιαζόντων — πλαγιάζω turn sideways pres part act masc/neut gen pl πλαγιάζω turn sideways pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιασθέντα — πλαγιάζω turn sideways aor part pass neut nom/voc/acc pl πλαγιάζω turn sideways aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»