-
1 лечь
лечь ξαπλώνω* πλαγιάζω (β постель)' \лечь спать πέφτω για ύπνο, πλαγιάζω* * *ξαπλώνω; πλαγιάζω ( в постель)лечь спать — πέφτω για ύπνο, πλαγιάζω
-
2 лежать
лежать 1) πλαγιάζω, ξαπλώνω 2) (находиться) βρίσκομαι· \лежать в больнице βρίσκομαι στο νοσοκομείο· где лежат мой вещи? πού βρίσκονται τα πράγματα μου;* * *1) πλαγιάζω, ξαπλώνω2) ( находиться) βρίσκομαιлежа́ть в больни́це — βρίσκομαι στο νοσοκομείο
где лежа́т мои́ ве́щи? — πού βρίσκονται τα πράγματά μου
-
3 постель
-
4 спать
спать κοιμούμαι; ложиться \спать πέφτω να κοιμηθώ, πλαγιάζω; я хочу \спать θέλω να κοιμηθώ, νυστάζω* * *ложи́ться спать — πέφτω να κοιμηθώ, πλαγιάζω
я хочу́ спать — θέλω να κοιμηθώ, νυστάζω
-
5 улечься
улечься ξαπλώνω, πλαγιάζω; \улечься в постель πέφτω στο κρεβάτι* * *ξαπλώνω, πλαγιάζωуле́чься в посте́ль — πέφτω στο κρεβάτι
-
6 лежать
леж||а́тьнесов1. εἶμαι ξαπλωμένος, κοί-τομαι, κεΐμαι, πλαγιάζω:\лежать на траве πλαγιάζω ἐπάνω στά χόρτα· \лежать в больнице βρίσκομαι στό νοσοκομείο·2. (быть расположенным) βρίσκομαι, εὐρίσκομαι, είμαι:город \лежатьит на берегу́ моря ἡ πόλη βρίσκεται στήν ἀκροθαλασσιά, ἡ πόλη εἶναι παραθαλάσσια·3. (на ком-л.\лежатьоб обязанностях, заботах и т. п.):<§ти обязанности \лежатьат на нем αὐτά εἶναι δικά του καθήκοντα· ◊ \лежать в основе ἀποτελώ τή βάση. -
7 ложиться
ложитьсянесов πλαγιάζω, ξαπλώνομαι, κατακλίνομαι:\ложиться в постель πλαγιάζω στό κρεββάτΓ \ложиться спать πέφτω νά κοιμηθώ· \ложиться в больницу μπαίνω στό νοσοκομείο. -
8 укладываться
укладывать||ся1. (помещаться) χωρώ, μπαίνω:\укладыватьсяся в регламент δέν ὑπερβαίνω τό καθορισμένο χρονικό ὅριο·2. (уложить вещи) τακτοποιώ τά πράγματα μου· \укладыватьсяся в дорогу ἐτοιμάζομαι γιά ταξεϊδι·3. (для отдыха или сна) πλαγιάζω, κατακλίνομαι, ξαπλώνω (άμετ.):\укладыватьсяся в кровать πέφτω στό κρεββάτι· \укладыватьсяся на дивая πλαγιάζω στον καναπέ· ◊ это не укладывается в моей голове δέν μπορεί νά τό χωρέσει τό μυαλό μου. -
9 вылежать
вы/ лежать 1-жу, -жишь, ρ.σ.ξαπλώνω, πλαγιάζω, κατακλίνομαι(για ορισμένο χρονικό διάστημα).ξαπλώνω, πλαγιάζω, κατακλίνομαι•больному необходимо вылежать ο άρρωστος απαραίτητα πρέπει να ξαπλώσει.
|| αφήνω να ωριμάσει•подозрелые груши должны вылежать τα μισογινομένα (κομμένα) αχλάδια πρέπει να αφεθούν να ωριμάσουν.
вылежа/ть 2ρ.δ.βλ. вылезти. -
10 лежать
лежу, лежишь,επιρ. μτχ. лжа, ρ.δ.1. ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοίτομαι•лежать на солнце ξαπλάνω στον ήλιο•
лежать ничком ξαπλώνω μπρούμυτα•
лежать ниц ξαπλώνω πρηνηδόν, μπρούμυτα•
-навзничь ξαπλώνω ανάσκελα•
лежать на боку ξαπλώνω στο πλευρό•
лежать на спин ακουμπώ στη ραχη•
лежать пластом ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά.
|| μένω•без чувств μένω αναίσθητος•
лежать в обморок μένω λιπόθυμος.
|| είμαι άρρωστος•он -ит в больнице αυτός είναι άρρωστος στο νοσοκομείο.
|| σε συνδυασμό με λέξεις της ίδιας ρίζας: «лежмя», «лежнем», «в лёжку» προσδίδει επίταση•в лёжку лежать ξαπλώνω φεφδιά-πλατιά.
|| κείμαι (νεκρός).2. (για αντικείμενα) βρίσκομαι σε οριζόντια θέση, κείμαι. || είμαι, επικάθομαι, κείμαι.4. εκτείνομαι•город -ит на берегу моря η πόλη εκτείνεται κατά μήκος της παραλίας.
5. κάθομαι, κείμαι.6. περικλείνομαι, περιέχομαι.εκφρ.лежать на боку ή на печи – τεμπελιάζω•лежать под сукном – παίραμένω στο χρονοντούλαπό (για αιτήσεις, υποθέσεις κλπ.)• плохо лежит δεν είναι ασφαλισμένα, μπορεί να κλεφτεί•душа ή сердце не -ит к кому-чему – δεν είμαι καλοδιατεθημένος προς κάποιον ή για κάτι.ξαπλώνω, πλαγιάζω. -
11 улечься
улягусь, уляжешься, улягутся, παρλθ. χρ. улгся, улеглась, -лось, προστκ. улягсяρ.σ.1. ξαπλώνω, -ομαι, κατακλίνομαι, πλαγιάζω•улечься на бок πλαγιάζω στο πλευρό.
|| χωρώ καθιστός.2. κάθομαι καλά, όπως χρειάζεται• χωρώ (για αντικείμενα). || πέφτω σιγά-σιγά, κατακάθομαι•пыль -лась η σκόνη κα-τακάθησε.
3. κοπάζω, καλμάρω, ξεπέφτω• κατευνάζω•-гся ветер κόπασε ο άνεμος•
-гся холод έσπασε το κρύο•
-глись страсти κατευνάστηκαν τα πάθη.
-
12 заваливаться
заваливать||ся1. (запропаститься) πέφτω, χάνομαι, χώνομαι·2. (лечь) разг ξαπλώνω, κατα-κλίνομαι, πλαγιάζω. -
13 залечь
залечьсов I. (лечь надолго) ξαπλώνω πολύ, πλαγιάζω·2. (притаиться) κρύβομαι ξαπλώνοντας, ἐνεδρεύω ξαπλωμένος·3. (глубоко запасть, запечатлеться) ἐντυπώνομαι. -
14 прилечь
прилечьсов πλαγιάζω, γέρνω λίγο, ξαπλώνω γιά λίγο. -
15 ложиться
[λοζίτ'σα] ρ. πλαγιάζω -
16 ложиться
[λοζίτ'σα] ρ πλαγιάζω -
17 залечь
-лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. залег, -легла, -ло, προστκ. заляг, μτχ. παρλθ. χρ. залегшийρ.σ.1. ξαπλώνω, πλαγιάζω πολύ•он -лег до вечера αυτός πλάγιασε ως το βράδυ.
|| κρύβομαι, ξαπλώνω για να κρυφτώ•залечь в засаду στήνω ενέδρα, καρτέρι.
2. μτφ. κείμαι χαμηλά. || ριζώνομαι, χαράσσομαι•в моей душе глубоко -гли впечатления детства στην ψυχή μου βαθιά ρίζωσαν οι παιδικές εντυπώσεις.
3. κοίτομαι, σχηματίζομαι σαν κοίτασμα.4. σημειώνομαι, σχηματίζομαι (για ρητίδες, δίπλες κ.τ.τ.).5. (για δρόμο) γίνομαι αδιάβατος. -
18 лавировать
-рую, -руешьρ.δ.1. λοζοπλοώ, πλαγιάζω, βαστώ όρτσα.2. μτφ.επιδιώκω κάτι με πλάγια μέσα, ελίσσομαι, μανουβράρω. -
19 лечь
лягу, ляжешь, лягут; παρλθ. χρ. лг, легла-ло, προστκ. ляг ρ.σ.1. ξαπλώνω,πλαγιάζω κατακλίνομαι•лечь на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.
|| πεθαίνω. || πέφτω στη μάχη, σκοτώνομαι.2. εκτείνομαι καλύπτω, σκεπάζω. || αρχίζω, έρχομαι•на днях -ет зима αυτές τις μέρες θ αρχίσει ο χειμώνας.
3. πέφτω, κάθομαι•платье -ло хорошо на тело το φόρεμα κάθησε καλά στο σώμα.
4. παίρνω κατεύθυνση (για πλοίο, αεροπλάνο).5. μτφ. φέρω, πέφτω, έχω•ответственность -ет на вас την ευθύνη θα την φέρετε εσείς•
могут лечь на меня подозрения μπορεί να με υποψιαστούν.
6. μτφ. σε συνδυασμό με τις λέξεις•на душу, на сердце, на совесть σημαίνει: βαρύνω, τύπτω, τρώγω, κατατρύχω, καταπονώ, ενοχλώ.
-
20 прилечь
ρ.σ.1. πλαγιάζω, ξαπλώνω•прилечь отдохнуть ξαπλώνω να ξεκουραστώ.
|| ξαπλώνω, στρώνομαι καταγής για να μή φαίνομαι, κρύβομαι. || ακουμπώ, εφάπτω, κολλώ•прилечь ухом к чему-л. ακουμπώ το αυτί, σε κάτι (για να ακούσω)•
ребёнок прилёг на плечо матери το παιδάκι ακούμπησε στον ώμο της μάνας.
2. κλίνω, γέρνω, λυγίζω, κάμπτομαι. || (επι)κάθομαι•пыль -гла η σκόνη επικάθησε.
3. στηρίζομαι γερά, σταθερά.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πλαγιάζω — πλαγιάζω, πλάγιασα, πλαγιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πλαγιάζω — Ν ΜΑ [πλάγιος] (σχετικά με πλοίο) κυβερνώ ή πλέω εγγύτατα προς την ευθεία τού ανέμου, πλέω με την οξύτερη δυνατή γωνία πρόσπτωσης τού ανέμου στα ιστία, κν. βαστάω όρτσα («πρὸς ἀντίους τοὺς ἐτησίας πλαγιάζοντας [τὴν ναῡν]», Λουκιαν.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
πλαγιάζω — πλάγιασα, πλαγιασμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να ξαπλωθεί, βάζω, υποχρεώνω κάποιον να κατακλιθεί: Τα παιδιά να τα πλαγιάζετε νωρίς. 2. για γυναίκα, υποχρεώνω να κοιμηθεί μαζί μου: Την πλάγιασε την κοπέλα και τώρα δεν τη θέλει. 3. αμτβ., πέφτω κάτω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεπλαγιασμένα — πλαγιάζω turn sideways perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπλαγιασμένᾱ , πλαγιάζω turn sideways perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπλαγιασμένᾱ , πλαγιάζω turn sideways perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιάσω — πλαγιάζω turn sideways aor subj act 1st sg πλαγιάζω turn sideways fut ind act 1st sg πλαγιάζω turn sideways aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιάσῃ — πλαγιάζω turn sideways aor subj mid 2nd sg πλαγιάζω turn sideways aor subj act 3rd sg πλαγιάζω turn sideways fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιῶν — πλαγιάζω turn sideways fut part act masc voc sg πλαγιάζω turn sideways fut part act neut nom/voc/acc sg πλαγιάζω turn sideways fut part act masc nom sg (attic epic ionic) πλαγιόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) πλαγιόω pres part act neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλαγιασμένον — πλαγιάζω turn sideways perf part mp masc acc sg πλαγιάζω turn sideways perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιαζόμενον — πλαγιάζω turn sideways pres part mp masc acc sg πλαγιάζω turn sideways pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιαζόντων — πλαγιάζω turn sideways pres part act masc/neut gen pl πλαγιάζω turn sideways pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιασθέντα — πλαγιάζω turn sideways aor part pass neut nom/voc/acc pl πλαγιάζω turn sideways aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)