Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ξαπλώνω

  • 1 лежать

    лежу, лежишь,
    επιρ. μτχ. лжа, ρ.δ.
    1. ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοίτομαι•

    лежать на солнце ξαπλάνω στον ήλιο•

    лежать ничком ξαπλώνω μπρούμυτα•

    лежать ниц ξαπλώνω πρηνηδόν, μπρούμυτα•

    -навзничь ξαπλώνω ανάσκελα•

    лежать на боку ξαπλώνω στο πλευρό•

    лежать на спин ακουμπώ στη ραχη•

    лежать пластом ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά.

    || μένω•

    без чувств μένω αναίσθητος•

    лежать в обморок μένω λιπόθυμος.

    || είμαι άρρωστος•

    он -ит в больнице αυτός είναι άρρωστος στο νοσοκομείο.

    || σε συνδυασμό με λέξεις της ίδιας ρίζας: «лежмя», «лежнем», «в лёжку» προσδίδει επίταση•

    в лёжку лежать ξαπλώνω φεφδιά-πλατιά.

    || κείμαι (νεκρός).
    2. (για αντικείμενα) βρίσκομαι σε οριζόντια θέση, κείμαι. || είμαι, επικάθομαι, κείμαι.
    4. εκτείνομαι•

    город -ит на берегу моря η πόλη εκτείνεται κατά μήκος της παραλίας.

    5. κάθομαι, κείμαι.
    6. περικλείνομαι, περιέχομαι.
    εκφρ.
    лежать на боку ή на печи – τεμπελιάζω•
    лежать под сукном – παίραμένω στο χρονοντούλαπό (για αιτήσεις, υποθέσεις κλπ.)• плохо лежит δεν είναι ασφαλισμένα, μπορεί να κλεφτεί•
    душа ή сердце не -ит к кому-чему – δεν είμαι καλοδιατεθημένος προς κάποιον ή για κάτι.
    ξαπλώνω, πλαγιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > лежать

  • 2 долежать

    -жу, -жишь
    ρ.σ.
    ξαπλώνω•

    я -ал до вечера ξάπλωσα ως το βράδυ.

    1. βλ. долежать.
    2. ξαπλώνω ώσπου•

    долежать до головной боли ξαπλώνω ώσπου να μου πονέσει το κεφάλι.

    3. (για μαζεμένους καρπούς) παραμένω ακόμα για ωρίμανση.

    Большой русско-греческий словарь > долежать

  • 3 прилечь

    ρ.σ.
    1. πλαγιάζω, ξαπλώνω•

    прилечь отдохнуть ξαπλώνω να ξεκουραστώ.

    || ξαπλώνω, στρώνομαι καταγής για να μή φαίνομαι, κρύβομαι. || ακουμπώ, εφάπτω, κολλώ•

    прилечь ухом к чему-л. ακουμπώ το αυτί, σε κάτι (για να ακούσω)•

    ребёнок прилёг на плечо матери το παιδάκι ακούμπησε στον ώμο της μάνας.

    2. κλίνω, γέρνω, λυγίζω, κάμπτομαι. || (επι)κάθομαι•

    пыль -гла η σκόνη επικάθησε.

    3. στηρίζομαι γερά, σταθερά.

    Большой русско-греческий словарь > прилечь

  • 4 лежать

    лежать 1) πλαγιάζω, ξαπλώνω 2) (находиться) βρίσκομαι· \лежать в больнице βρίσκομαι στο νοσοκομείο· где лежат мой вещи? πού βρίσκονται τα πράγματα μου;
    * * *
    1) πλαγιάζω, ξαπλώνω
    2) ( находиться) βρίσκομαι

    лежа́ть в больни́це — βρίσκομαι στο νοσοκομείο

    где лежа́т мои́ ве́щи? — πού βρίσκονται τα πράγματά μου

    Русско-греческий словарь > лежать

  • 5 лечь

    лечь ξαπλώνω* πλαγιάζω (β постель)' \лечь спать πέφτω για ύπνο, πλαγιάζω
    * * *
    ξαπλώνω; πλαγιάζω ( в постель)

    лечь спать — πέφτω για ύπνο, πλαγιάζω

    Русско-греческий словарь > лечь

  • 6 улечься

    улечься ξαπλώνω, πλαγιάζω; \улечься в постель πέφτω στο κρεβάτι
    * * *
    ξαπλώνω, πλαγιάζω

    уле́чься в посте́ль — πέφτω στο κρεβάτι

    Русско-греческий словарь > улечься

  • 7 полежать

    полежать
    сов
    1. (о человеке) ξαπλώνω λίγο:
    \полежать после обеда ξαπλώνω λίγο μετά τό γεύμα·
    2. (о вещах) μένω.

    Русско-новогреческий словарь > полежать

  • 8 вылежать

    вы/ лежать 1
    -жу, -жишь, ρ.σ.
    ξαπλώνω, πλαγιάζω, κατακλίνομαι(για ορισμένο χρονικό διάστημα).
    ξαπλώνω, πλαγιάζω, κατακλίνομαι•

    больному необходимо вылежать ο άρρωστος απαραίτητα πρέπει να ξαπλώσει.

    || αφήνω να ωριμάσει•

    подозрелые груши должны вылежать τα μισογινομένα (κομμένα) αχλάδια πρέπει να αφεθούν να ωριμάσουν.

    вылежа/ть 2
    ρ.δ.
    βλ. вылезти.

    Большой русско-греческий словарь > вылежать

  • 9 залечь

    -лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. залег, -легла, -ло, προστκ. заляг, μτχ. παρλθ. χρ. залегший
    ρ.σ.
    1. ξαπλώνω, πλαγιάζω πολύ•

    он -лег до вечера αυτός πλάγιασε ως το βράδυ.

    || κρύβομαι, ξαπλώνω για να κρυφτώ•

    залечь в засаду στήνω ενέδρα, καρτέρι.

    2. μτφ. κείμαι χαμηλά. || ριζώνομαι, χαράσσομαι•

    в моей душе глубоко -гли впечатления детства στην ψυχή μου βαθιά ρίζωσαν οι παιδικές εντυπώσεις.

    3. κοίτομαι, σχηματίζομαι σαν κοίτασμα.
    4. σημειώνομαι, σχηματίζομαι (για ρητίδες, δίπλες κ.τ.τ.).
    5. (για δρόμο) γίνομαι αδιάβατος.

    Большой русско-греческий словарь > залечь

  • 10 лечь

    лягу, ляжешь, лягут; παρλθ. χρ. лг, легла
    -ло, προστκ. ляг ρ.σ.
    1. ξαπλώνω,πλαγιάζω κατακλίνομαι•

    лечь на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || πεθαίνω. || πέφτω στη μάχη, σκοτώνομαι.
    2. εκτείνομαι καλύπτω, σκεπάζω. || αρχίζω, έρχομαι•

    на днях -ет зима αυτές τις μέρες θ αρχίσει ο χειμώνας.

    3. πέφτω, κάθομαι•

    платье -ло хорошо на тело το φόρεμα κάθησε καλά στο σώμα.

    4. παίρνω κατεύθυνση (για πλοίο, αεροπλάνο).
    5. μτφ. φέρω, πέφτω, έχω•

    ответственность -ет на вас την ευθύνη θα την φέρετε εσείς•

    могут лечь на меня подозрения μπορεί να με υποψιαστούν.

    6. μτφ. σε συνδυασμό με τις λέξεις•

    на душу, на сердце, на совесть σημαίνει: βαρύνω, τύπτω, τρώγω, κατατρύχω, καταπονώ, ενοχλώ.

    Большой русско-греческий словарь > лечь

  • 11 опустить

    опущу, опустишь,те. μτχ. παρλθ. χρ. опущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω•

    опустить флаг κατεβάζω τη σημαία•

    опустить штору κατεβάζω το στόρι,• опустить паруса κατεβάζω τα πανιά•

    опустить опять ξανακατεβάζω.

    || χαμηλώνω•

    голову κατεβάζω το κεφάλι•

    опустить глаза, взор χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.

    || χαλαρώνω•

    подводья у лошади χαλαρώνω το χαλινό του αλόγου.

    || αποθέτω, απιθώνω.
    2. ρίχνω•

    опустить письмо в -почтовый ящик ρίχνω το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο.

    || βάζω, χώνω•

    опустить руку в карман χώνω το χέρι στη τσέπη.

    || βυθίζω•

    опустить руку в воду βυθίζω το χέρι στο νερό.

    3. κλείνω κατεβάζοντας•

    опустить крышку рояля κλείνω το κάλυμμα του πιάνου•

    опустить занавес в сцене κλείνω την αυλαία της σκηνής.

    4. παραλείπω•

    излишнее в сочинении παραλείπω το περιττόν στο γραπτό έργο.

    || αφήνω να ξεφύγει•

    опустить удобный случай αφήνω να μου ξεφύγει η κατάλληλη ευκαιρία.

    εκφρ.
    опустить перпендикуляр – (μαθ.) φέρω (τραβώ) κάθετη.
    1. κατεβαίνω κατέρχομαι. || γέρνω, κλίνω χαμηλώνω•

    голова -лась на грудь το κεφάλι έγειρε (κρέμασε) ως το στήθος.

    || κάθομαι, πέφτω ξαπλώνω•

    на колени γονατίζω•

    опустить на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο. || μτφ. ξαπλώνομαι, πέφτω•

    ночь -лясь η νύχτα έπεσε, νύχτωσε•

    сумерки -лись σουρούπωσε•

    туман -лась на долину ομίχλη έπεσε στην κοιλάδα.

    2. κλείνομαι•

    занавес -лась η αυλαία έκλεισε (έπεσε).

    3. αδιαφορώ για την εξωτερική εμφάνιση, ατημελώ ρεμπελεύω. || ξεπέφτω ηθικά.
    4. παθαίνω καθίζηση, κάθομαι• κατολισθαίνω (για έδαφος).
    εκφρ.
    опустить на дно – εξαθλιώνομαι, εξαχρειώνομαι, γίνομαι κατακάθι της κοινωνίας.

    Большой русско-греческий словарь > опустить

  • 12 перелечь

    -лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. перелг, -легла, -ло, προστκ. переляг, μτχ. παρλθ. χρ. перелгший
    ρ.σ. ξαπλώνω από το ένα μέρος στο άλλο ξαπλώνω, γυρίζω αλλιώς•

    перелечь на другую сторону γυρίζω στο άλλο το πλευρό.

    Большой русско-греческий словарь > перелечь

  • 13 пролежать

    -жу, -жишь ρ.σ.
    1. ξαπλώνω, πλαγιάζω•

    пролежать до обеда в постели ξαπλώνω ως το μεσημέρι στο κρεβάτι.

    2. παραπετιέμαι• μένω παρατημένος, αχρησιμοποίητος. || κουράζομαι από το πολύ ξάπλα. || τρίβω, φθείρω από την πολλή ξάπλα.

    Большой русско-греческий словарь > пролежать

  • 14 протянуть

    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω, τείνω• απλώνω•

    протянуть руку τεντώνω το χέρι•

    протянуть руку кому δίνω χέρι βοήθειας σε κάποιον•

    протянуть телефонную линию απλώνω τηλεφωνική γραμμή.

    2. τραβώ, έλκω, σύρω.
    3. παρατραβώ, παρελκύω, παρατείνω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    4. καθυστερώ, τρενάρω•

    протянуть дело τρενάρω την υπόθεση.

    5. ζω•

    он долго не -нет αυτός δε θα ζήσει πολύ, δε θα πάειμακριά.

    6. (κυνηγ.) πετώ (για πτηνά).
    7. μτφ. κριτικάρω•

    протянуть в газете κριτικάρω στην εφημερίδα.

    8. (απλ.) μαστιγώνω, φραγγελώνω.
    εκφρ.
    протянуть ноги – τα τεντώνω (τα πόδια), πεθαίνω.
    1. τεντώνομαι• απλώνομαι.
    2. εκτείνομαι, επεκτείνομαι• τραβώ•

    дорога протянутьлась на сотни километров ο δρόμος τράβηξε εκατοντάδες χιλιόμετρα.

    3. ξαπλώνω•

    протянуть на диван ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά στο ντιβάνι.

    4. διαρκώ• συνεχίζομαι. || τρενάρω•

    это дело -ется αυτή η υπόθεση θα τρενάρει.

    Большой русско-греческий словарь > протянуть

  • 15 распростереть

    (σπάνια)•

    -стру, -стрёшь, παρλθ. χρ. распростёр, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распростёртый, βρ: -тёрт, -а, -о επιρ. μτχ. распростерев κ. распростерши

    ρ.σ.μ.
    (γραπ. λόγος) ανοίγω διάπλατα• απλώνω•

    распростереть руки ανοίγω διάπλατα τα χέρια•

    распростереть крылья απλώνω τις φτερούγες•

    распростереть объятия ανοίγω διάπλατα την αγκαλιά.

    || (επ)εκτείνω, ξαπλώνω•

    распростереть своё влияние επεκτείνω την επίδραση (επιρροή) μου.

    1. κατακλίνομαι, ξαπλώνω με ανοιχτά τα χέρια• εκτείνομαι, ξαπλώνομαι.
    2. επεκτείνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > распростереть

  • 16 растянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω•

    растянуть сырую колу τεντώνω το υγρό (μουσκεμένο) δέρμα•

    растянуть перчатки τεντώνω τα γάντια•

    растянуть обувь τεντώνω τα παπούτσια.

    || ανοίγω•

    растянуть рот ανοίγω πολύ το στόμα.

    || χαλαρώνω την ελαστικότητα•

    растянуть подвязки χαλαρώνω το τέντωμα των αναρτήρων (τιραντών).

    || υπερεντείνω, βλάπτω με την υπερένταση•

    растянуть связки στραμπουλίζω, στραγγουλίζω•

    растянуть сухожилия βλάπτω• (στραγγουλίζω) τους τένοντες.

    2. απλώνω•

    растянуть ковр по комнате απλώνω το χαλί στο δωμάτιο•

    растянуть полотно для сушки απλώνω το ύφασμα για στέγνωμα.

    3. τοποθετώ, βάζω σε διάταξη, παρατάσσω• εκτείνω.
    4. καθυστερώ, παρατραβώ, τρενάρω•

    растянуть сроки сева καθυστερώ τη σπορά•

    растянуть доклад παρατραβώ την εισήγηση (ομιλία).

    (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.) παρέλκω, παρατείνω, παρατραβώ.
    1. τεντώνομαι, εντείνομαι. || χαλαρώνομαι (κατά την ένταση). || υπερεντείνομαι
    βλάπτομαι από την υπερέ—. νταση• στραμπουλίζομαι εξαρθρώνομαι.
    2. τοποθετούμαι, διατάσσομαι, παρατάσσομαι, εκτείνομαι.
    3. ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά, το πιάνω ξαπλωταριά•

    растянуть на постель спать ξαπλώνω άνετα στο κρεβάτι να κοιμηθώ.

    4. διαρκώ, συνεχίζομαι•

    свадьба -лась на пять дней ο γάμος συνεχίστηκε πέντε μέρες (ημερόνυχτα),

    Большой русско-греческий словарь > растянуть

  • 17 уложить

    уложу, уложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξαπλώνω•

    раненого -ли на кровать τον τραυματία τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι•

    уложить кого на траву ξαπλώνω κάποιον στο χορτάρι•

    мать -ла детей спать η μάνα έβαλε τα παιδιά να κοιμηθούν.

    || ρίχνω κάτω, καταβάλλω, καταρρίπτω.
    2. σκοτώνω•

    уложить на месте αφήνω στον τόπο.

    3. τοποθετώ, διευθετώ•

    уложить вещи в чемодан βάζω με τάξη τα πράγματα στη βαλίτσα.

    4. εγκατασταίνω, φτιάχνω•

    уложить рельсовый путь φτιάχνω σιδηροδρομική γραμμή (οδό).

    5. συμπεριλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•

    уложить текст в одну страницу συμπεριλαβαίνω το κείμενο σε μια σελίδα.

    || μτφ. εκτελώ, κάνω•

    уложить работу в срок εκτελώ την εργασία εμπρόθεσμα.

    6. καλύπτω, στρώνω•

    уложить пол мозаичной плиткой στρώνω το πάτωμα με μωσαϊκό.

    εκφρ.
    уложить в гроб или в могилу – βάζω στον τάφο (σκοτώνω).
    1. ετοιμάζω τα πράγματα (τα μπαγκάζια) για αναχώρηση.
    2. τοποθετούμαι• πιάνω μέρος, θέση. || μτφ. περιορίζομαι στα καθιερωμένα• τηρώ τα όρια•

    в регламент при выступлении τηρώ τα όρια της ομιλίας.

    || μτφ. χωρώ, μπαίνω•

    уложить в голове, в сознании μπαίνω στο κεφάλι (στο μυαλό), στη συνείδηση•

    уложить в обычные рамки μπαίνω στα συνηθισμένα πλαίσια.

    Большой русско-греческий словарь > уложить

  • 18 укладывать

    1. (прокладывать, устанавливать) τοποθετώ, βάζω, θέτω, στρώνω 2. (упаковывать) συσκευάζω 3. (придавать лежачее положение) ξαπλώνω, βάζω κάτω 4. (в определённом порядке)τοποθετώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > укладывать

  • 19 долежать

    долежать
    сов
    1. (лежать до како-го-л. времени) ξαπλώνω ὠς...:
    \долежать до вечера μένω ξαπλωμένος ὡς τό ἀπόγευμα·
    2. (дозреть) ὠριμάζω, μεστώνω:
    груши должны \долежать τά ἀπίδια πρέπει νά ὠριμάσουν.

    Русско-новогреческий словарь > долежать

  • 20 заваливаться

    заваливать||ся
    1. (запропаститься) πέφτω, χάνομαι, χώνομαι·
    2. (лечь) разг ξαπλώνω, κατα-κλίνομαι, πλαγιάζω.

    Русско-новогреческий словарь > заваливаться

См. также в других словарях:

  • ξαπλώνω — ξαπλώνω, ξάπλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξαπλώνω — (Μ ξαπλώνω) εκτείνω, απλώνω κάτι σε πλάτος και σε μήκος («ξαπλώνω την αρίδα μου» κάθομαι νωχελικά και αναπαύομαι) νεοελλ. 1. χτυπώ κάποιον με όπλο ή με τα χέρια και τόν ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, φονεύω ή πληγώνω («με μια πιστολιά τόν ξάπλωσε στο… …   Dictionary of Greek

  • ξαπλώνω — ξάπλωσα, ξαπλώθηκα, ξαπλωμένος 1. μτβ., απλώνω, εκτείνω: Ξάπλωσαν στην αμμουδιά. 2. για πρόσωπα και ζώα, φονεύω, σκοτώνω: Με μια μαχαιριά τον ξάπλωσε. 3. για γυναίκα, έρχομαι σε σεξουαλική επαφή. 4. αμτβ., πλαγιάζω, κατακλίνομαι για ύπνο ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραξαπλώνω — ξαπλώνω κάτι ή ξαπλώνομαι σε μεγαλύτερη έκταση από όση πρέπει ή για πάρα πολύ χρόνο …   Dictionary of Greek

  • εξαπλώνω — και ξαπλώνω (AM ἐξαπλῶ, όω) [απλώνω] 1. απλώνω, τεντώνω σ όλη την έκταση, ξετυλίγω «οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε», Λουκάς) 2. (ειδ.) τεντώνω τα χέρια («τὰ χέρια της ἐξήπλωσεν στὸν τράχηλον τοῡ νέου») 3. παθ. κατακλίνομαι, ξαπλώνω, πλαγιάζω («εἰς… …   Dictionary of Greek

  • αρίδα — η (AM ἀρίς, ίδος) 1. το τρυπάνι 2. φρ. «ηύρε η αρίδα ρόζο» (για απροσδόκητο εμπόδιο) μσν. νεοελλ. η ρίγα, ο χάρακας του μαραγκού νεοελλ. 1. η κνήμη ή το πόδι γενικότερα 2. φρ. (συνήθως με σκωπτική σημασία) «απλώνω, ξαπλώνω, τεντώνω την αρίδα μου» …   Dictionary of Greek

  • ξάπλα — η 1. νωχελική αναπαυτική κατάκλιση 2. ανάπαυση, ξεκούραση («με μάσες και ξάπλες περνάει όλη τη μέρα της») 3. διάθεση, συνήθεια για ανάπαυση, για αδράνεια 4. (ως επίρρ.) σε κατάκλιση, ξαπλωτά («κάθεται ξάπλα μέχρι το μεσημέρι») 5. φρ. «ρίχνω… …   Dictionary of Greek

  • προσαναπίπτω — Α 1. (σε συμπόσιο) ανακλίνομαι, ξαπλώνω σε ανάκλιντρο κοντά σε άλλους ή μαζί με άλλους, παρακάθημαι σε τραπέζι 2. (για βραχίονα καταπέλτη) χτυπώ πάλι κατά την οπισθοδρόμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναπίπτω «ανακλίνομαι, ξαπλώνω για το δείπνο»] …   Dictionary of Greek

  • συγκαταστορέννυμι — Μ ξαπλώνω καταγής μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταστορέννυμι «ξαπλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συναναπίπτω — ΜΑ 1. μετέχω σε δείπνο 2. ξαπλώνω μαζί με άλλους για να κοιμηθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναπίπτω «πέφτω προς τα πίσω, ξαπλώνω για το δείπνο»] …   Dictionary of Greek

  • υπευνώμαι — άομαι, Α 1. (για γυναίκα) ξαπλώνω κάτω από κάποιον, κοιμάμαι με κάποιον, συνευρίσκομαι, («ὑπευνασθεῑσ Ὑπερίονος ἐν φιλότητι», Ησίοδ.) 2. (για θηλυκό πουλί) κάθομαι από πάνω, προστατεύω («ὀρταλὶς νεοσσοῑς ὑπευνηθείσα», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) + …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»