Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

δικός

  • 1 твой

    твоя, тво.
    1. κτητική αντων. δικός σου, δική σου, δικό σου•

    твой дом το δικό σου σπίτι (το σπίτι σου)•

    твоя книга το δικό σου βιβλίο (το βιβλίο σου)•

    тво мнение η δική σου γνώμη (η γνώμη σου).

    || σαν ο δικός σου, δική σου κ.τ.τ., ίδιος, όμοιος•

    у него твой нос αυτός έχει την ίδια μύτη με τη δική σου.

    2. ουσ. ουδ. тво το δικό σου•

    тут общее, а не твоё, моё εδώ είναι κοινό, κι όχι δικά σου, δικό μου.

    3. ουσ, πλθ. -и οι δικοί σου, οι συγγενείς σου.
    4. ουσ. твой, твоя (απλ.) ο δικός σου (ο σύζυγος σουή ο ερωμένος σου)• η δική σου (η σύζυγος σου ή η ερωμένη σου).
    εκφρ.
    по -ему – α) όπως εσύ, κατά το δικό σου τρόπο ή παράδειγμα, β) όπως θέλεις, κατά τη θέληση σου•
    пусть будет по -ему – ας γίνει όπως εσύ θέλεις, γ) κατά τη γνώμη σου• - дело είναι δική σου υπόθεση ή δουλειά•
    не - дело – δεν είναι δική σου δουλειά•
    - я берт – υπερτερείς, υπερέχεις, νικάς•
    что твойκ. παλ. на что твой όπως ο δικός σου.

    Большой русско-греческий словарь > твой

  • 2 собственный

    1. (являющийся чьей-л. собственностью) ιδιόκτητος 2. (принадлежащий кому-, чему-л.) δικός μου
    имя - ое грам. το κύριο όνομα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > собственный

  • 3 ваш

    ваш (ваша, ваше, ваши ) (δικός) σας это \ваша книга? δικό σας είναι αυτό το βιβλίο; \ваша мать η μητέρα σας \ваш отец о πατέρας σας \ваши до машние οι δικοί σας где \ваши чемоданы? πού είναι οι βα λίτσες σας;
    * * *
    (ваша, ваше, ваши)

    э́то ваша кни́га? — κό σας είναι αυτό το βιβλίο

    ваш оте́ц — ο πατέρας σας

    ваши дома́шние — οι δικοί σας

    где ваши чемода́ны? — που είναι οι βαλίτσες σας

    Русско-греческий словарь > ваш

  • 4 его

    его 1. род. и вин. л. от он, оно 2. в знач. притяж. мест. (δικός, δική, δικό) του, это \его место αυτή η θέση είναι δική του \его домашние οι δικοί του
    * * *
    1. род. и вин. п. от он, оно 2. в знач. притяж. мест.
    (δικός, δική, δικό) του

    э́то его́ ме́сто — αυτή η θέση είναι δική του

    его́ дома́шние — οι δικοί του

    Русско-греческий словарь > его

  • 5 её

    её 1. род. и вин. п. от она 2. в знач. притяж. мест. (δικός, δική, δικό) της; это её место αυτή η θέση είναι δική της; этот чемодан её αυτή η βαλίτσα είναι δική της
    * * *
    1. род. и вин. п. от она 2. в знач. притяж. мест.
    (δικός, δική, δικό) της

    э́то её ме́сто — αυτή η θέση είναι δική της

    э́тот чемода́н её — αυτή η βαλίτσα είναι δική της

    Русско-греческий словарь > её

  • 6 их

    их 1) род. и вин. п. от они 2) в знач. притяж. мест. (δικός, δική, δικό) τους* это их места αυτές οι θέσεις είναι δικές τους
    * * *
    1) род. и вин. п. от они
    2) в знач. притяж. мест. (δικός, δική, δικό) τους

    э́то их места́ — αυτές οι θέσεις είναι δικές τους

    Русско-греческий словарь > их

  • 7 мой

    I мой (моя, моё, мои) ( δικός) μου* мой брат о αδερφός μου' II мой мн. ч. от мой
    * * *
    (моя, моё, мои)

    мой братο αδερφός μου

    моя́ кни́га — το βιβλίο μου

    моё ме́сто — η θέση μου

    мои́ друзья́ — οι φίλοι μου

    Русско-греческий словарь > мой

  • 8 наш

    наш (наша, наше, наши) ( δικός) μας· где \наши места? Πού είναι οι θέσεις μας; вот \наш дом να το σπίτι μας· это \наша книга είναι το βιβλίο μας· это \наше место είναι δική μας θέση, είναι η θέση μας· это \наши дети είναι τα παιδιά μας
    * * *
    (наша, наше, наши)

    где наши места́? — πού είναι οι θέσεις μας

    вот наш домνα το σπίτι μας

    э́то наша кни́га — είναι το βιβλίο μας

    э́то наше ме́сто — είναι δική μας θέση, είναι η θέση μας

    э́то наши де́ти — είναι τα παιδιά μας

    Русско-греческий словарь > наш

  • 9 свой

    I свой мн. от свой II свой (своя, своё, свой) δικός μου (σου, του, κτλ.)· он потерял свою книгу έχασε το βιβλίο του ◇ он сам не \свой έχει χάσει τα νερά του
    * * *
    (своя, своё, свои)
    δικός μου (σου, του, κτλ.)

    он потеря́л свою́ кни́гу — έχασε το βιβλίο του

    ••

    Русско-греческий словарь > свой

  • 10 собственный

    собственный ιδιόκτητος, δικός μου (σου, του, κτλ.)
    * * *
    ιδιόκτητος, δικός μου (σου, του, κτλ.)

    Русско-греческий словарь > собственный

  • 11 твой

    1. твой (твоя, твоё, твой) ( δικός) σου; это \твой отец είναι ο πατέρας σου* твоя очередь η σειρά σου; (это) твоё дело είναι" δική σου δουλειά; это твой книги? τα βιβλία είναι δικά σου; 2. твой ж.р. от твой 3. твой мн. от твой
    * * *
    (твоя, твоё, твои)

    э́то твой оте́ц — είναι ο πατέρας σου

    твоя́ о́чередь — η σειρά σου

    (э́то) твоё де́ло — είναι δική σου δουλειά

    э́то твои́ кни́ги? — τα βιβλία είναι δικά σου

    Русско-греческий словарь > твой

  • 12 свой

    свой
    Ι, мест, притяж. (δικός) μου, (δικός) σου, (δικό) του:
    я потерял свою тетрадь, а он \свой свою ἐγώ ἐχασα τό τετράδιο μου, κι αὐτός τό δικό του· пе-ретяну́ть кого́-л. на свою сторону τραβώ (или παίρνω) κάποιον μέ τό μέρος μου· любить свою родину ἀγαπώ τήν πατρίδα μου· жить своим трудом ζῶ μέ τήν ἐργασία μου· называть вещи своими именами λέω τά σῦκα σΰκα καί τή σκάφη σκάφη·
    2. свой мн. (близкие) οἱ δικοί μου, οἱ συγγενείς:
    пойти́ к своим πηγαίνω στους δικούς μου· ◊ он сам не \свой ἔχει χάσει τά νερά του· в свое время κάποτε· всему́ свое время κάθε πρᾶ(γ)μα στον καιρό του· умереть своей смертью πεθαίνω ἀπό φυσικό θάνατο.

    Русско-новогреческий словарь > свой

  • 13 ваш

    -его α., ваша, -ей θ., ваше, -его ουδ. πλθ. ваши, -их.
    κτητ. αντων. δικός σας, δική σας, δικό σας•

    ваш дом το σπίτι σας•

    ваша книга το βιβλίο σας•

    ваше поле το χωράφι σας.

    || ως κατηγ. это дело ваше αυτό είναι δική σας υπόθεση•

    ваше мнение? η γνώμη μη σας;•

    по -ему мнению κατά τη γνώμη σας.

    εκφρ.
    ваш – (στο τέλος επιστολής) δικός σας•
    - е благородие – η ευγένεια σας•
    - е превосходительство – η εξοχότητά σας•
    - е сиятельство – η εκλαμπρότητά σας.

    Большой русско-греческий словарь > ваш

  • 14 домашний

    -яя, -ее, επ.
    1. σπιτίσιος, σπιτικός, οικιακός, οικείος•

    домашний телефон τηλέφωνο του σπιτιού•

    домашний адрес η διεύθυνση του σπιτιού•

    -ее имущество το νοικοκυριό, τα πράγματα του σπιτιού•

    -яя хозяйка οικοκυρά, νοικοκυρά•

    -ие туфли παντόφλες•

    домашний обед σπιτίσιο φαγητό•

    -ее воспитание ; διαπαιδαγώγηση στο σπίτι•

    домашний быт το νοικοκυριό, οικοσκευές•

    домашний врач οικογενειακός γιατρός•

    -яя жизнь οικιακή ζωή•

    по -им обстоятельствам για οικογενειακές υποθέσεις•

    домашний арест ο κατ' οίκον περιορισμός•

    -ие неприятности οικογενειακές γκρίνιες.

    2. κατοικίδιος, ήμερος•

    -ие животные κατοικίδια ζώα•

    -яя птица τα οικόσιτα πτηνά, τα πουλερικά•

    -ие голубы τα ήμερα περιστέρια.

    3. σπιτίσιος, δικός, οικείος•

    домашний че-ловк δικός άνθρωπος.

    4. ουσ. πλθ. -ие οι σπιτίσιοι, οι οικείοι, οι δικοί μας, σας κλπ.

    Большой русско-греческий словарь > домашний

  • 15 свой

    своего α., своя, своей θ., своё, своего ουδ., πλθ. свои, своих.
    1. κτητική αντωνυμία• δικός μου, δική μου, δικό μου•

    свой надеть свое пальто ντύνω το πανωφόρι μου•

    любить свою родину αγαπώ την πατρίδα μου•

    он продал свою лошадь αυτός πούλησε το άλογο του•

    встать со своего места σηκώνομαι από τη θέση μου•

    сделать своими руками φτιάχνω με τα χέρια μου•

    я не живу в своём доме δε ζω στο σπίτι μου•

    я не говорю о вашем, а о своём деле δε μιλώ για τη δική σας υπόθεση, αλλά για τη δική μου•

    делайте своё дело κάντε τη δουλειά σας•

    это моя шляпа, поищи свою αυτή είναι η δική μου ρεπούμπλικα, ψάξε τη δική σου..

    2. συγγενής, οικείος•

    приехали свой из села ήρθαν οι δικοί μας από το χωριό•

    он свой человек в этом доме αυτός είναι από τους οικείους•

    я был у своих ήμουν στους δικούς•

    здесь все свой όλοι εδώ είμαστε δικοί (όχι ξένοι).

    || έμπιστος•

    свой человек δικός μας άνθρωπος (μίλα ελεύθερα).

    εκφρ.
    по-своему – α) όπως θέλω, -εις κ.τ.τ. β) κατά το δικό μου (σου, του κ.τ.τ.), γ) στη (μητρική) γλώσσα μου (σου, του κ.τ.τ,)• сам не свой; сама не своя δεν είμαι στα καλά μου•
    брать (взять) свое – πετυχαίνω εκείνο που θέλω (επιδιώκω)•
    сказать своё слово – μου περνάει ο λόγος μου•
    идти своей дорогой ή своим путм – πηγαίνω το δρόμο μου (πράττω, ενεργώ όπως εγώ θέλω)•
    рассказать своими словами – διηγούμαι με δικά μου λόγια•
    умереть своей смертью – πεθαίνω φυσιολογικά•
    остаться в своих – είμαι στα λεφτά μου (ούτε έχασα, ούτε κέρδισα αχσ. τυχερά παιγνίδια)•
    своих не узнаешь – (ως απειλή) δε θα δεις την πόρτα να φύγεις (θα τις μάσεις στα γερά).

    Большой русско-греческий словарь > свой

  • 16 корреспондент

    1. (тот, кто ведёт переписку с кем-л.) о αντεπιστέλλων 2. (сотрудник газеты, радио и т.п.) о ανταποκριτής, (выездной) о απεσταλμένος
    собственный - о δικός μας -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корреспондент

  • 17 ваш

    ваш
    (ваша, ваше, ваши)
    1. мест, при-тяж. σας/(1)δικός σας, (Ι)δική σας, (ί)δι-κό[ν] σας (в качестве сказуемого):
    эта книга моя, а эта \ваша αὐτό τό βιβλίο εἶναι (ί)δικό ιϊου, καί αὐτό εἶναι τό ©δικό σας;.\ваш дом τό σπίτι σας; к \вашим услу́гам εἶμαι στή διάθεσή σας; по \вашему мнению κατά τή γνώμη σας; по \вашему желанию ὅπως ἐπιθυμείτε, ὀπως σᾶς ἀρέσει; это \ваше дело αὐτό εἰνε δική σας δουλειά, αὐτό ἀφορα ἐσᾶς;
    2. сущ. \ваши мн. (домашние) οἱ δικοί σας, οἱ συγγενείς σας.

    Русско-новогреческий словарь > ваш

  • 18 его

    его
    1. мест. личн. род. и вин. п. от он и оно́·
    2. мест, притяж. δικός (δικιά, δικό) του.

    Русско-новогреческий словарь > его

  • 19 ее

    ее
    1. мест. личн. род. и вин. п. от она·
    2. мест, притяж. της, δικός (δική, δικό) της:
    это ее книга τό βιβλίο εἶναι δικό της.

    Русско-новогреческий словарь > ее

  • 20 их

    их
    1. род. и вин. п. от оии́·
    2. при-тяж. мест. τους, δικός (δική, δικό, δικά) τους.

    Русско-новогреческий словарь > их

См. также в других словарях:

  • δικός — και ιδικός και εδικός, ή και ιά, ό (AM ιδικός, ή, όν) ισοδυναμεί με κτητική αντωνυμία 1. συγγενής, οικείος, στενός φίλος 2. (με τις προσωπ. αντων. μου, σου, του ή της, μας, σας, τους) (για πρόσ.) συγγενής ή στενός φίλος, συνεργάτης κ.λπ. 3. (με… …   Dictionary of Greek

  • δικός — ή, ό 1. συγγενής ή φίλος: Είμαστε πολύ δικές με την Ελένη. 2. μαζί με τις προσωπικές αντωνυμίες μου, σου, του, μας, σας, τους, μετατρέπεται σε κτητική αντωνυμία: Αυτό το γραφείο είναι δικό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εός — ἐός, ή, όν (Α) 1. (κτητ. αντων. γ εν. προσ.) δικός του, της, του 2. (κτητ. αντων. γ πληθ. προσ.) δικός τους 3. δικός μου 4. δικός σου 5. δικός μας 6. δικός σας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ε] …   Dictionary of Greek

  • σφέτερος — έρα, ον, Α (κτητ. αντων.) 1. (γ πληθ. πρόσ.) δικός τους («φρόνεον δὲ μάλιστα ἄστυ ποτὶ σφέτερον ἐρύειν», Ομ. Ιλ.) 2. (γ εν. πρόσ.) δικός του («ἠστόχει δὲ τῆς σφετέρας προαιρέσεως», Πολ.) 3. (β πληθ. πρόσ.) δικός σας 4. (β εν. πρόσ.) δικός σου 5.… …   Dictionary of Greek

  • σφός — σφή, σφόν, ΜΑ (κτητ. αντων.) (πάντοτε για πολλούς κτήτορες) δικός τους, δική τους, δικό τους αρχ. 1. (σπαν. σε ποιητές μτγν. τού Ομ.) δικός τους, δικός της 2. δικός σου, σός* 3. δικός μου, εμός 4. εσάς τών δύο, δικός σας, σφωΐτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • εδικός — (I) ή, ό και ιδικός, ή, ό και δικός, ή, ό (Μ ἐδικός, ή, όν και δικός, ή, όν και ἰδικός, ή, όν) δικός, ιδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δικός]. (II) ή, ό [Έδα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Έδα, έργο τής παλαιάς ισλανδικής φιλολογίας …   Dictionary of Greek

  • εύδικος — εὔδικος, ον (Α) δίκαιος, χρηστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δικος (< δίκη), πρβλ. ά δικος, φιλό δικος, φυγό δικος] …   Dictionary of Greek

  • σφωΐτερος — (I) τέρα, ον, Α 1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. τού σφῶϊ, αντων. β προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο δικός σας («σφωΐτερον... ἔπος», Ομ. Ιλ.) 2. (και για το β εν. πρόσ.) ο δικός σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφω/σφῶϊ «εσείς οι δύο» + κατάλ. τερος (πρβλ. ἡμέ… …   Dictionary of Greek

  • ευθύδικος — η, ο (ΑΜ εὐθύδικος, ον) αυτός που κρίνει σωστά, αυτός που δικάζει δίκαια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθύδικον η ευθυδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + δικος < δίκη (πρβλ. ά δικος, κατά δικος)] …   Dictionary of Greek

  • εχθόσδικος — ἐχθόσδικος, ἡ (Α) επιγρ. φρ. «ἐχθόσδικος δίκα» δίκη εναντίον ξένου, αλλοδαπού. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθός «εκτός» + δικος (< δίκη), πρβλ. έν δικος, φυγό δικος] …   Dictionary of Greek

  • θεοδικία — η 1. η κρίση τού θεού για την ενοχή ή την αθωότητα τού κατηγορουμένου η οποία εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημάδια 2. η δικαίωση τού θεού για τη δημιουργία τού κακού στον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. λατ. judicium dei < θεο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»