Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εμάς

  • 1 мы

    мы (нас, нам, нами, о нас) εμείς· мы готовы είμαστε έτοιμοι* нас не было дома δεν είμαστε σπίτι; у, нас есть... έχουμε....* у нас нет... δεν έχουμε...' не забывайте нас μη μας ξεχνάτε' дайте нам два билета δώστε μας δυο εισιτήρια' где нам выходить? ( από) πού πρέπει να βγούμε; приходите к нам ελάτε σ' εμάς' пойдёмте с нами ελάτε μαζί μας' вы довольны нами? Είστε ευχαριστημένοι από μας (или μαζί μας); это принадлежит нам αυτό μας ανήκει* он вам расскажет о нас θα σας μιλήσει για μας
    * * *
    (нас, нам, нами, о нас)

    мы гото́вы — είμαστε έτοιμοι

    нас не́ было до́ма — δεν είμαστε σπίτι

    у нас есть… — έχουμε…

    у нас нет… — δεν έχουμε…

    не забыва́йте нас — μη μας ξεχνάτε

    да́йте нам два биле́та — δώστε μας δυο εισιτήρια

    где нам выходи́ть? — (από) πού πρέπει να βγούμε

    приходи́те к нам — ελάτε σ'εμάς

    пойдёмте с на́ми — ελάτε μαζί μας

    вы дово́льны на́ми? — είστε ευχαριστημένοι από μας (или μαζί μας)

    э́то принадлежи́т нам — αυτό μας ανήκει

    он вам расска́жет о нас — θα σας μιλήσει για μας

    Русско-греческий словарь > мы

  • 2 у

    у
    предлог с род. п. I. (около) σέ, είς, κοντά σέ, παρά, πλησίον, δίπλα σέ:
    у берега στήν ἀκρογιαλιά· стоять у моста στέκομαι κοντά στή γέφυρα· жить у моря κατοικώ κοντά στή θάλασσα· сидеть у руля κάθομαι στό τιμόνι· работать у станка δουλεύω στή μηχανή· 2.:
    у меня (у тебя и т. д.) есть ἔχω (ἔχεις, ἔχει)· у меня (у тебя и т. д.) нет δέν ἔχω (ἔχεις κ.λ.π.)· у него́ нет свободного времени δέν τοῦ μένει καιρός· у меня боли́т голова ἔχω πονοκέφαλο· у меня шум в ушах βουίζουν τ' αὐτιά μου· у нее красивая шляпа αὐτή ἔχει ὠραίο καπέλλο· у всякого свой вкус ὁ καθένας ἔχει τα γοῦστα του·
    3. (при обозначении принадлежности переводится род. п.) τοῦ, τής:
    но́жки у стола τά πόδια τοῦ τραπεζιοῦ· решетка у сада τά κάγκελα τοῦ κήπου·
    4. (в чьем-л. доме и т. п.) σέ:
    он остался у нас ἐμεινε σ' ἐμᾶς· жить у родителей ζῶ μέ τους γονείς μου·
    5. (при указании на источник) σέ, είς, ἀπό:
    шить у портного ράβω στον ράφτη· у кого́ мо́жио узнать? ἀπό ποιόν μπορώ νά μάθω;· ◊ он не у дел разг δέν εἶναι πιά στά πράματα, ἔχασε τή θέση του· стоять у власти βρίσκομαι στήν ἐξουσία.

    Русско-новогреческий словарь > у

  • 3 встречный

    επ.
    1. αντίθετος, αντιθετικός, ο κινούμενος αντίθετα προς εμάς•

    встречный поезд το αντίθετα ερχόμενο τραίνο•

    встречный ветер αντίθετος άνεμος.

    2. απαντητικός•

    -ое наступление αν-τεφόρμηση, αντεπίθεση•

    встречный иск ανταγωγή.

    ουσ. ο τυχών, ο λαχών.
    εκφρ.
    встречный план – η πάνω α-πο το πλάνο απόδοση•
    встречный и поперечный – όποιος λάχει (τύχει), οποιοσδήποτε, οιοσδήποτε• όλοι ανεξαίρετα•
    первый встречный – ο πρώτος λαχών ή τυχών.

    Большой русско-греческий словарь > встречный

  • 4 дойти

    дойду, дойдшь, παρλθ. χρ. дошл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. дошедший ρ.σ.
    1. φτάνω, πηγαίνω ως•

    дойти до дома пешком φτάνω ως το σπίτι πεζός•

    танк -шёл до моста το άρμα μάχης έφτασε ως τή γέφυρα•

    письмо ещё не -шло το γράμμα ακόμα δεν έφτασε.

    2. διαδίδομαι (για ήχο, μυρουδιά κλπ.)• выстрели -шли до нас οι πυροβολισμοί ακούστηκαν ως εμάς•

    весть -шла до них η είδηση έφτασε ως αυτούς•

    -шёл слух έφτασε η φήμη.

    || γίνομαι κατανοητός, αισθητός•

    лекция не -шла до меня τη διάλεξη δεν την κατάλαβα.

    3. αναπτύσσομαι, αυξαίνω, ανεβαίνω, φτάνω ως•

    мороз -шёл до 22 градусов το ψύχος έφτασε στους 22 βαθμούς•

    дойти до совершенства φτάνω ως το τέλειο•

    любовь его -шла до безумия η αγάπη του έφτασε ως την τρέλλα•

    дойти до крайности φτάνω ως τα άκρα•

    вот до чего мы -шли! να που καταντήσαμε!дело -шло до того, что... η υπόθεση έφτασε σε σημείο που...

    4. έρχομαι•

    -дёт и до тебя очередь θα έρθει και σένα η σειρά.

    5. ψήνομαι, τηγανίζομαι• βράζω• γίνομαι•

    пирог -шёл η πίτα ψήθηκε.

    || ωριμάζω•

    помидоры -шли οι ντομάτες ωρίμασαν.

    6. κατορθώνω•

    он дошл своим умом до разрешения задачи αυτός μπόρεσε κι έλυσε το πρόβλημα μόνος του.

    εκφρ.
    дойти до сведения – πληροφορούμαι, φτάνει• στ' αυτιά μου•
    руки не -шли ή не доходят – δεν έχω καιρό (να πάνω κάτι,)..

    Большой русско-греческий словарь > дойти

  • 5 докатить

    -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. докаченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.
    1. μ. κυλώ ως•

    докатить бочку до погреба κυλώ το βαρέλι ως το υπόγειο.

    2. μεταβαίνω, μετακινούμαι ταχιά.
    1. κυλώ ως•

    мяч -лся до края το τόπι κύλισε ως την άκρη.

    2. καταντώ•

    он -лся до тюрьмы αυτός κατάντησε στη φυλακή.

    3. φτάνω ως•

    выстрел -лся до нас ο πυροβολισμός ακούστηκε ως εμάς.

    Большой русско-греческий словарь > докатить

  • 6 донестись

    -сусь, -сшься, παρλθ. χρ. донсся, -неслась, -лось ρ.σ.
    1. διαδίδομαι ως, ξαπλώνω, -ομαι, φτάνω ως•

    -несся запах дыма έφτασε ως εμάς η μυρουδιά του καπνού•

    до-нсся слух διαδόθηκε η φήμη.

    2. φτάνω ολοταχώς ως.

    Большой русско-греческий словарь > донестись

  • 7 доплыть

    -плыву, -плывёшь, παρλθ. χρ. доплыл, -ла, -ло
    ρ.σ.
    πλέω ως• κολυμπώ ως•

    до берега реки πλέω ως την όχθη του ποταμού.

    || μτφ. διαδίδομαι ως•

    чей-то голос -ил до нас η φωνή κάποιου έφτασε ως εμάς.

    Большой русско-греческий словарь > доплыть

  • 8 излишек

    -шка α.
    1. περίσσευμα, πλεόνασμα•

    отнять излишек αφαιρώ το περίσσευμα•

    сдача -ов παράδοση πλεονασμάτων.

    2. αφθονία, πληθώρα. || το υπέρμετρο•

    излишек храбрости υπέρμετρη ανδρεία.

    εκφρ.
    с -ом – με το παραπάνω•
    нам то хватит с -ом – εμάς αυτό μας φτάνει και περισσεύει.

    Большой русско-греческий словарь > излишек

  • 9 клонить

    клоню, клонишь
    ρ.δ.
    1. κλίνω, γέρνω, κάμπτω, λυγίζω•

    ветер клонил верхушки деревьев ο άνεμος λύγιζε τις κορυφές των δέντρων•

    лодку -ло на бок η βάρκα έγερνε.

    2. με παίρνει, με πιάνει•

    клонит ко сну νυστάζω•

    меня от жары к лени клонит από τη ζέστη με πιάνει η τεμπελιά.

    3. τραβώ, κατευθύνομαι, παίρνω τροπή•

    дело к разрыву -ит η υπόθεση τραβάει για χάλασμα, η υπόθεση λασπώνει.

    || μτφ. στρέφω, γυρίζω.
    εκφρ.
    клонить голову (шею, спинку) – σκύβω, υποκύπτω, ενδίδω•
    клонить очи ή взор – χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.
    1. κλίνω, γέρνω, λυγίζω•

    ветви ивы -ятся к самой воде τα κλαδιά της ιτιάς γέρνουν ως το νερό•

    голова -ится от дремоты κουτουλιέμαι από τη νύστα.

    || (για ουράνια σώματα, μέρα κ.τ.τ.) γέρνω προς τη δύση•

    солнце -ится к западу ο ηλιος γέρνει•

    день -ится η μέρα γέρνει.

    2. μτφ. πλησιάζω, κοντεύω•

    дело -ится к развязке η υπόθεση παίρνει τέλος•

    победа -лась на нашу сторону η νίκη έκλινε προς εμάς.

    3. αποσκοπώ, αποβλέπω•

    так вот к чему -лись его речи να λοιπόν σε τι αποσκοπούσαν οι λόγοι του.

    Большой русско-греческий словарь > клонить

  • 10 наш

    -а, -е.
    1. κτητ. αντων. δικός μας, -ή μας, -ό μας•

    наш отец ο πατέρας μας•

    -а Родина η πατρίδα μας•

    -е село το χωριό μας•

    -и войска τα στρατεύματα μας.

    2. ως ουσ. το δικό μας•

    -его не отдадим никому το δικό μας δεν το δίνομε σε κανένα.

    || από μας•

    вы знаете меньше нишего εσείς ξέρετε λιγότερο από μας ή απ ό,τι εμείς.

    3. πλθ. ως ουσ. -и οι δικοί μας (συγγενείς, σύντροφοι κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    - е дело – δική μας δουλειά (υπόθεση)•
    не -е дело – δεν είναι δική μας δουλειά, δε μας αφορά•
    по -ему – κατ εμάς, κατά τη γνώμη μας•
    -е вам! – (απλ.) σας χαιρετούμε! γεια σας!
    α. άκλ. παλαιά ονομασία.• του γράμματος «Н».

    Большой русско-греческий словарь > наш

  • 11 по-нашему

    επίρ.
    κατ εμάς, κατά τη γνώμη μας• κατά τη συνήθεια μας, κατά το έθιμο μας.

    Большой русско-греческий словарь > по-нашему

  • 12 по-свойски

    επίρ.
    1. παλ. όπως θέλω, όπως μου καπνίσει, κατά την κρίση μου κατά το δικό μου τρόπο.
    2. κατ' εμάς, κατά τα δικά μας (ως συγγενείς, φίλοι κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > по-свойски

См. также в других словарях:

  • ἐμᾶς — ἐμός mine fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμάς — ἐμά̱ς , ἐμός mine fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημείς — (AM ἡμεῑς) ονομ. πληθ. τής προσ. αντων. εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. τής ονομ. (ιων. αττ. ἡμεῖς, δωρ. ἁμές, αιολ. ἄμμες) προήλθαν, όπως και στη λατ. (ονομ., αιτ. nos), από το θ. τής αιτ. (ιων. αττ. ἡμέ , δωρ. ἁμέ , αιολ. ἄμμε ) + κατάλ. τών ον. ες (ἡμέ ες …   Dictionary of Greek

  • Sprachvergleich anhand des Vaterunsers — Vergleich der Vaterunser Texte in Sanskrit und Kaschmirisch, um 1850 Das „Vaterunser“ wird in der vergleichenden Sprachwissenschaft gelegentlich zu Hilfe gezogen, um verwandte Idiome miteinander zu vergleichen. Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • Grammatik der neugriechischen Sprache — Die neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet (zusammen mit ihren Vorstufen) einen eigenen Zweig der indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat im Bereich der Grammatik eine… …   Deutsch Wikipedia

  • Grammatik des Neugriechischen — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechische Grammatik — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… …   Deutsch Wikipedia

  • ακτινικός — Αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ακτίνα. (Αστρον.) Α. κίνησηα. ταχύτητα. Η προβολή της ταχύτητας ενός ουράνιου σώματος πάνω στην ευθεία που ενώνει το σώμα με τον παρατηρητή, δηλαδή την οπτική ακτίνα. Η α. ταχύτητα προσδιορίζεται με τη μέτρηση… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • ημέτερος — έρα, ο (AM ἡμέτερος, έρα, ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, έρα, ον, αιολ. τ. άμμέτερος, έρα, ον) (κτητ. αντων.) 1. αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο δικός μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (και για έναν κτήτορα αντί τού ενός) ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»