Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εἴλῡμα

См. также в других словарях:

  • είλυμα — εἴλυμα, το (Α) περίβλημα, σκέπασμα …   Dictionary of Greek

  • εἴλυμα — εἴλῡμα , εἴλυμα wrapper neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PASTOR — I. PASTOR Consul cum Aeliano, An. Urb. Cond. 915. II. PASTOR Presbyter castiffimus, qui studiô castitatis servandae matrem ad se venientem cellâ clausâ repulit. III. PASTOR alius gregis dominus, alius mercenarius, μιςθωτὸς Graece, Iohann. c. 10.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ειλύω — εἰλύω (Α) 1. περιτυλίσσω, σκεπάζω 2. κινούμαι κουλουριάζοντας το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ρίζα *welu (αρχ. ελλ. Fελυ ), παρεκτεταμένη μορφή τής αρχικής IE *wel «στρέφω, κυλίω» (βλ. λ. ειλώ), τής οποίας η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα τού… …   Dictionary of Greek

  • σπείρον — τὸ, Α 1. κομμάτι υφάσματος (α. «εἴλυμα σπείρων», Ομ. Οδ. β. «σπεῑρα κάκ ἀμφ ὤμοισι βαλών», Ομ. Οδ.) 2. σάβανο 3. ιστίο πλοίου 4. γυναικείο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σπεῖρα με αρχική σημ. «αυτό με το οποίο τυλίγεται κανείς», από όπου… …   Dictionary of Greek

  • εἱλύματα — εἰλύ̱ματα , εἴλυμα wrapper neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»