-
1 ίνας
ἴνᾱς, ἴνηfem acc plἴνᾱς, ἴνηfem gen sg (doric aeolic)ἴ̱νᾱς, ἰνάωcarry off by evacuations: imperf ind act 2nd sgἴνᾱς, ἰνάωcarry off by evacuations: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)——————ἴςfem acc pl -
2 ινάς
-
3 ἰνᾶς
-
4 ἴνας
Βλ. λ. ίνας -
5 ἶνας
Βλ. λ. ίνας -
6 ἴς [2]
ἴς, ἡ, gen. ἰνός, acc. ἶνα, plur. ἶνες, ἴνεσι (eigtl. FΙΣ, vis), Muskel, Muskel- oder Gliederband, Sehne, Sitz der Körperkraft; οὐ γὰρ ἔτι σάρκας τε καὶ ὀοτέα ἶνες ἔχουσιν Od. 11, 219, vgl. Il. 23, 190; κάλυψε νέκυν, μὴ πρὶν μένος Ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν 16, 316 (vgl. νεῠρα); bes. die starken Halsmuskeln, das Genick, ὅτ' ἄν – ἀνὴρ κόψας ἐξόπιϑεν κεράων βοός – ἶνα τάμῃ διὰ πᾶσαν 17, 520; vgl. Ap. Rh. 2, 826 μέσσας δὲ σὺν όστέῳ ἶνας ἔκερσε. – Gew. die Muskel-, Körperkraft, ἐσϑλή Il. 12, 320, ἐπέρεισε δὲ ἶν' ἀπέλεϑρον 7, 269 Od. 9, 538; οὐ γάρ οἱ ἔτ' ἦν ἲς ἔμπεδος, οὐδέ τι κίκυς 11, 393; οὐδέ οἱ ἦν ἲς οὐδὲ βίη 18, 3; εἴ μοι ἔτ' ἔστιν ἴς, οἵη πάρος ἔσκεν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν 21, 283; umschreibend, ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο, des Telemach heilige Stärke, der starke T., Od. oft; κρατερὴ ἲς Ὀδυσῆος Il. 23, 720; mit verdoppeltem Nachdruck ἲς βίης Ἡρακληείης Hes. Th. 332. – Auch auf Lebloses übertragen, bes. vom Winde, Il. 15, 383 Od. 9, 71 u. öfter; ποταμοῖο Il. 21, 356. – Pind. Τροΐας ἶνας ἐκταμών I. 7, 53, übertr., die Kraft Troja's; Ar. πρὶν ἂν ἰδίῃς καὶ διαλύσῃς ἄρϑρων ἶνας Paz 85, die Sehnenkraft der Gelenke. Bei Hippocr., Plat. Tim. 82 c u. Arist., z. B. H. A. 3, 6, die thierischen Fleischfasern in den Muskeln u. im Blute; bei Theophr. auch die Pflanz- u. Holzfasern; auch von Metalladern, οἷον ἶνες ἢ τρίχες ἀραιαὶ διατρέχουσιν ἐν τοῖς μετάλλοις Plut. def. orac. 43.
-
7 ἴς
Aἴνεσι Il.23.191
, alsoἰσίν Sor.
(v. infr.), Suid. s.v. ἶνες, cj. Nauck for εἰσίν in A.Fr. 229:— sinew, tendon, sg. once in Hom.,ὡς δ' ὅτ' ἂν.. ἀνὴρ.. ἶνα τάμῃ διὰ πᾶσαν Il.17.522
: usu. in pl., sinews, , cf. Il.23.191;ἶνες ἄρθρων Ar. Pax86
, cf. Archil.138; ἶνες αὐτὸ μόνον καὶ λεπτὴ δορά, of a person wasted by disease, Ph.2.432; δοράς, σάρκας, ἶνας ib. 527: metaph.,Τρωίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Pi.I.8(7).57
.2 later, the fibrous vessels in the muscles, Pl.Ti. 84a, Arist.HA 515b27, al.; in blood, fibrine, Id.PA 650b14, cf. Pl.Ti. 82c, Meno Iatr.17.34: metaph., of metals, Plu.2.434b.------------------------------------ἴς (B) [ῑ], ἡ, three times in acc. sg. ἶνα (elided ἶν') Il.5.245,7.269, Od.9.538, freq. in instr. ἶφι (q.v.), elsewh. only nom. sg.:—A strength, force, of persons,ἀλλ' ἄρα καὶ ἲς ἐσθλή Il.12.320
; ;ἤ μοι ἔτ' ἐστὶν ἴς, οἵη πάρος.. Od.21.283
, cf. 11.393, 18.3: freq. in periphr., ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο the strong Telemachus, 2.409;κρατερὴ ἲς Ὀδυσῆος Il.23.720
;ἲς Ἡρακλῆος Hes.Th. 951
; and in twofold periphr., ἲς βίης Ἡρακληείης ib. 332; also of things, ἲς ἀνέμου or ἀνέμοιο, Il.15.383, 17.739, Od.9.71;ἲς ποταμοῖο Il.21.356
; κράται' ἴς was read by Ptol.Asc.in Od.11.597; v. κρατύς. ( ϝῑ-, cf. γίς· ἰσχύς, Hsch., pr. n.ϝιφιάδας IG7.3172.70
, Lat. vis, vim; prob. cogn. with ἵεμαι but not with ἴς (A).) -
8 ἴς
ἴς, ἡ, Muskel, Muskel- oder Gliederband, Sehne, Sitz der Körperkraft; bes. die starken Halsmuskeln, das Genick. Gew. die Muskel-, Körperkraft; umschreibend, ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο, des Telemach heilige Stärke, der starke T. Auch auf Lebloses übertragen, bes. vom Winde; Τροΐας ἶνας ἐκταμών, übertr., die Kraft Trojas; πρὶν ἂν ἰδίῃς καὶ διαλύσῃς ἄρϑρων ἶνας, die Sehnenkraft der Gelenke; die tierischen Fleischfasern in den Muskeln u. im Blute; auch die Pflanz- u. Holzfasern; auch von Metalladern -
9 ἐκ-τέμνω
ἐκ-τέμνω, ion. u. hom. ἐκτάμνω (f. τέμνω), heraus-, ausschneiden; ἰούς, ὀϊστὸν μηροῠ, den Pfeil aus der Hüfte herausschneiden, Il. 11, 515. 829; μηρούς, beim Opfer, aus den Hüften die Knochen, 1, 460; ἶνας Pind. I. 7, 53; τὸν λάρυγγά σου Ar. Ran. 582; ἔλαιον Soph. Tr. 1186; ὥσπερ νεῠρα ἐκ τῆς ψυχῆς Plat. Rep. III, 411 b; πλόκαμον, abschneiden, Eur. I. A. 1438; abhauen, umhauen, ὕλην u. ä., Hom.; τὰ πρεμνά Lys. 7, 19; ἐλπίδας, rauhen, Ep. ad. 695 a (App. 306). – Bes. verschneiden, entmannen, τινά; Her. 8, 105; Plat. Gorg. 473 a u. öfter; Xen. Cyr. 5, 2, 8; von Pferden, kastriren, ibd. 7, 5, 62; οἱ ἐκτετμημένοι, Kastraten, Arist. ll. A. 3, 11 u. sonst. Auch γῆν, ein Land verwüsten, durch Umhauen der Fruchtbäume, D. Hal. 9, 57; – übertr., ἐξετέμοντο αὐτοὺς φιλανϑρωπίᾳ, entwaffneten oder täuschten sie durch Freundlichkeit, Pol. 31, 6, 8.
-
10 διαλυω
1) развязывать, расплетать(διαπλέκειν καὴ δ. τι Her.)
2) разлагать(τι ἐξ ἑνὸς εἰς πολλά Plat.)
; med. разлагаться, распадаться(ἔκ τινος εἴς τι Arst.)
3) med. умирать(διαλυομένου ἀνθρώπου Xen.)
4) распускать(ξύλλογον Thuc.; πανήγυριν Xen.; τὰς δυνάμεις Polyb.; med. τὸ συμπόσιον Plut.)
; med. расходиться(ἐκ τοῦ συνεδρίου Her.)
5) разрывать, расторгать(ξεινίην Her.; σπονδάς Thuc.; κοινωνίαν Arst.; med. τέν φιλίαν πρός τινας Plut.)
6) освобождать(διαλύεσθαι τῆς τιμωρίας Diod.)
7) разрушать, уничтожать(διαλῦσαι καὴ ἀπολέσαι τινά Plat.; τὰς οἰκήσεις Polyb.)
8) разминать, расправлять, делать гибким(ἄρθρων ἶνας Arph.)
9) расслаблять, изнурять10) нарушать(ἃ αὑτοῖς ἐψηφίσασθε Lys.)
11) разлучать, разделять(τοὺς ἀγωνιζομένους Her.)
διαλύσασθαι ἀπ΄ ἀλλήλοιν Plat. — расстаться друг с другом;τέν σκηνέν εἰς κοίτην διέλυον Xen. — они разошлись, чтобы лечь спать12) прерывать, оканчивать, прекращать(πόλεμον Thuc., med. Isocr., Arst.; ταραχήν Polyb.; med. ἔχθρας Thuc.)
νείκας (v. l. νείκους) διαλύεσθαι Eur. — прекращать ссору13) примирять, мирить(τινὰ πρός τινα Dem.; διαλῦσαί τινας ἐκ τῆς προγεγενημένης διαφορᾶς Polyb.)
; med.-pass. примиряться(πρός τινα Aeschin.; τί δεῖ ἡμᾶς μάχεσθαι, ἀλλ΄ οὐ διαλυθῆναι; Xen.)
διαλυθεὴς καὴ θέμενος εἰρήνην Plut. — прекратив военные действия и заключив мир14) погашать, уплачивать(δαπάνην Her.; χρήματα Dem.; μισθόν Arst.; χρέος Polyb.; τὰ χρέα τοῖς δανείσασιν Plut.)
πάντα διελέλυτο Dem. — долг уплачен был сполна;δ. τινά Dem. — рассчитаться с кем-л.15) разрешать(τετραγωνισμόν, ἀπορίαν Arst.; πρόβλημα Plut.)
16) опровергать(διαβολήν, med. ἐγκλήματα и περὴ τῶν ἐγκλημάτων Thuc.; τοὺς φάσκοντας Arst.)
-
11 ις
ἴς1) мышца, мускулἶνες καὴ μέλεα Hom. — мышцы и члены, т.е. тело, организм;
ἄρθρων ἶνες Arph. — мышцы тела, мускулатура2) сухожилие3) волокноἶνες αἵματος Arst. — волокнистое вещество крови (т.е. фибрин);
ἶνες καὴ νεῦρα Plat. — (мышечные) волокна и сухожилия4) ( у беспозвоночных) кровеносный сосуд5) прожилка(ἶνες ἐν τοῖς μετάλλοις Plut.)
6) сила, мощь(ἐνὴ μελεσσιν Hom.)
описательно κρατερέ ἲς Ὀδυσῆος Hom. — могучий Одиссей;7) сила, стремительность, напор(ἀνέμοιο, ποταμοῖο Hom.)
-
12 ένας
μιά(μία), ένα 1. αριθ. один (одна, одно);§ ένας κι' ένας — один к одному, как один, как на подбор;
ένας - ένας один за другим, по одному;
ένας καί μοναδικός — один-единственный;
όλοι μέχρις ενός все до одного;με μιά λέξη одним словом; με μιά φωνή в один голос; *ίνα από τα δυό одно из двух; μιά γιά πάντα или μιά και καλή раз навсегда; έφυγε μιά και καλή он ушёл навсегда; ένα προς ένα пр порядку; διά (или γιά) μιάς или με μιάς сразу; вдруг, внезапно; одним духом, залпом (разг); ένας δεν..., *ίνας να μη... ни один... ни другой...; ένας δεν βρίσκεται να πεί καλό γι' αυτόν, ένας να μη μείνει πίσω никто не может о нём сказать ничего хорошего; μιά... μιά... то... то...; μιά θα πάς μιά δεν θα πας то ты пойдёшь, то ты не пойдёшь; μιά... και μιά... сначала..., затем...; μιά καί... раз..., если...; μιά και πας εσύ στο μουσείο... раз ты идёшь в музей; μιά κι' είναι έτσι, τότε... раз так, то...; είναι μία περασμένη уже второй час; κτύπησε μία пробил час; είναι -
13 ἀκτίς
a ray, beam, shininga of the sun ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ (i. e. Ἥλιος) O. 7.70ἀκτὶς ἀελίου ὦ μᾶτερ ὀμμάτων, ἄστρον ὑπέρτατον ἐν ἁμέρᾳ κλεπτόμενον. Pae. 9.1
b ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα (sc. Ἴαμος) O. 6.55λαμπραὶ δἦλθον ἀκτῖνες στεροπᾶς P. 4.198
b met., flashing brilliance, radiance σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ (Hermann: περ ὑμετέρας ἀκτῖνας ὄλβου, -ῳ, -ον codd.) P. 4.255Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48
διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.42
τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς fr. 123. 2. -
14 βία
βῐα (βία, -ας, -αν)1 power, might, esp. of physical strength. Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν (sc. οἱ Ἀργοναῦται; “intellego de ludis dictum,” Schroeder) P. 4.212βία δὲ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ P. 8.15
εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19
ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν N. 11.14
[Ἄβδ]ηρε, καὶ στ[ρατὸν] ἱπποχάρμαν [σᾷ] βᾳ πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις (supp. Bury: ιᾶι Π.: οὐρίᾳ Blass, alia alii) Πα. 2. 1. ν]υκτὶ βίας ὁδόν[ fr. 169. 19. periphrastically, c. gen., = mightyἕλεν δΟἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον O. 1.88
Ἰόλαον καὶ Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες P. 11.61
Ἐνδαΐδος ἀριγνῶτες υἱοὶ καὶ βία Φώκου κρέοντος N. 5.12
ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν N. 10.73
ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον N. 11.22
Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ I. 8.54
-
15 δόρυ
δόρυ (δούρατος, δουρί, δορί, δόρυ.)a spearἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι O. 6.17
δουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα μαχατὰν θυμὸν αἰσχυσθῆμεν N. 9.26
τίς ἄρ' ἐσλὸν Τήλεφον τρῶσεν ἑῷ δορὶ; I. 5.42Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί I. 8.52
-
16 ἐκτάμνω
-
17 Ἕκτωρ
1ὃς Ἕκτορα σφᾶλε, Τροίας ἄμαχον ἀστραβῆ κίονα O. 2.81
ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν N. 2.14
λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ N. 9.39
τίνες Κύκνον, τίνες Ἕκτορα πέφνον; I. 5.39μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.32
Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας (sc. Ἀχιλλεύς) I. 8.55 ]Ἕκτορι χαλ[κ Δ. 4a. 3. -
18 ἔργον
1-οισιν, -α. ϝεργ- O. 13.38
, P. 2.17, P. 4.104, P. 7.19, N. 3.44, N. 7.52, N. 10.64)1 achievement, exploitaτῶν δὲ πεπραγμένων ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν ἀποίητον οὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος O. 2.17
κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus ap. Σ: ἐσλὸν κακοῖς codd.) O. 2.98πόνος δαπάνα τε μάρναται πρὸς ἔργον κινδύνῳ κεκαλυμμένον O. 5.15
κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα O. 8.63
ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν O. 8.85
ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι O. 9.66
ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος O. 10.23
ἀλλὰ πάντων ταμίαι ἔργων ἐν οὐρανῷ (sc. αἱ Μοῖραι) O. 14.10ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα P. 2.17
“ τοῦτ' ἔργον βασιλεὺς ἐμοὶ τελέσαις ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω” P. 4.229ἔργον πελώριον τελέσαις P. 6.41
τὸ δ' ἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19
παῖς μὲν ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.44
πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.40
παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.30
ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ N. 7.14
καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον N. 8.4
χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς N. 8.49
φλέγεται δ' ἀρεταῖς μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν N. 10.3
πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν (= Ζηνὶ)ἔργων N. 10.30
καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως N. 10.64
ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45
παθόντες πού τι φιλόξενον ἔργον i. e. the Olympic victory of the charioteer Nikomachos I. 2.24εὐκλέων δ' ἔργων ἄποινα χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν I. 3.7
ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων I. 4.23
καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον the pankration I. 4.68 εἰ δὲ τέτραπται θεοδότων ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν sc.Αἴγινα I. 5.23
μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι I. 6.22
Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος I. 6.67
θνᾴσκει δὲ σιγαθὲν καλὸν ἔργον fr. 121. 4. τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος fr. 169. 5. λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντα fr. 227. παῦσέν [τ] ἔργ' ἀναιδῆ i. e. those of Laomedon fr. 140a. 59 (33).b emphasising action, as opposed to thought.κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς P. 3.30
ἐπ' ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς P. 5.119
πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26
“ οὔτ' ἔργον οὔτ ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπών zeugma P. 4.104c where emphasis is upon the effort, labourἸάσων θεῷ πίσυνος εἴχετ' ἔργου P. 4.233
ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52
Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα i. e. the work of battle I. 8.54 esp. in dat. s., by one's effortsἦν δ' ἐσορᾶν καλός, ἔργῳ τ οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε Αἴγιναν πάτραν O. 8.19
ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών O. 10.63
Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ (μετ' ἔργου καὶ ἐνεργείας πολλῆς. Σ.) P. 8.80 σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών i. e. by my efforts in singing of Cyrene P. 9.92 cf. N. 1.26d where the emphasis is on the result of action, prize, victory ὅτ' ἀμφότεροι κράτησαν μίαν ἔργον ἀν ἁμέραν at the Isthmian games O. 9.85τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.38
2 work (of art)ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές O. 6.3
ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον O. 7.52
ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω μιν, τά τ ἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84
ἅπαν δ' εὑρόντος ἔργον every work of art has its creator O. 13.17 ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον (Π̆{S}: ἔργον Π; i. e. the third temple of Apollo at Delphi) Pae. 8.74 -
19 ἴς
ῑς (ἡ)a strength [ἶν coni. Kayser: κρίσιν codd. P. 4.253] πρόσθα μὲν ς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (Wil.: ἴς Π: σ coni. G-H. v. Ἀχελώιος) fr. 70. 1.b sinew met.,Ἑλέναν τ' ἐλύσατο, Τροίας ἰνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα I. 8.52
-
20 κορύσσω
1 marshall ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα sc. Achilles I. 8.54 met.,βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς P. 8.75
См. также в других словарях:
ἰνᾶς — ἰνᾶ̱ς , ἰνάω carry off by evacuations pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴνας — ἴνᾱς , ἴνη fem acc pl ἴνᾱς , ἴνη fem gen sg (doric aeolic) ἴ̱νᾱς , ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act 2nd sg ἴνᾱς , ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἶνας — ἴς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… … Dictionary of Greek
φελλίνας — ὁ, Α 1. ελαφρύς σαν τον φελλό 2. είδος παρυδάτιου πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + κατάλ. ινης / ινᾶς, άλλη μορφή τής κατάλ. ινος, κατά τα αρσ. σε ης (πρβλ. κερατ ίνας / κερατίνης)] … Dictionary of Greek
INA — tenuissima chartae pars Festo; Plin. l. 13. c. 12. vero, ubi de chartae vitiis, ina e iunco papyri bibulo, filamentum est s. sibra iunci papyri, quae τῶ χαρτοποιῶν incuriâ, aut etiam fraude, mediis chartae glutinamentis inserta deprehendebatur,… … Hofmann J. Lexicon universale
NARES Canalis — apud Vitruvium, pro extrema canalis parte, quâ humor egeritur, l. 7. c. 4. Sin autem aliquis puries perpetuos habuerit humores, paulum ab ea recedatur et struatur alter tenuis distans ab eo quantum res patietur, et inter duos parietes canalis… … Hofmann J. Lexicon universale
TRACTIO — ignominiae poenaeque species. Idatius Fastis, Constantiô III. et Constante II. Consulibus: His Coss. victi Franci a Constante Aug. seu pacati. Tractus Hermogenes. De qua veluti re usitata loquitur Libanius, Orat. de sua Fortuna. Vide quoque… … Hofmann J. Lexicon universale
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek