Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἷνας

См. также в других словарях:

  • ἰνᾶς — ἰνᾶ̱ς , ἰνάω carry off by evacuations pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴνας — ἴνᾱς , ἴνη fem acc pl ἴνᾱς , ἴνη fem gen sg (doric aeolic) ἴ̱νᾱς , ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act 2nd sg ἴνᾱς , ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἶνας — ἴς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …   Dictionary of Greek

  • φελλίνας — ὁ, Α 1. ελαφρύς σαν τον φελλό 2. είδος παρυδάτιου πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + κατάλ. ινης / ινᾶς, άλλη μορφή τής κατάλ. ινος, κατά τα αρσ. σε ης (πρβλ. κερατ ίνας / κερατίνης)] …   Dictionary of Greek

  • INA — tenuissima chartae pars Festo; Plin. l. 13. c. 12. vero, ubi de chartae vitiis, ina e iunco papyri bibulo, filamentum est s. sibra iunci papyri, quae τῶ χαρτοποιῶν incuriâ, aut etiam fraude, mediis chartae glutinamentis inserta deprehendebatur,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NARES Canalis — apud Vitruvium, pro extrema canalis parte, quâ humor egeritur, l. 7. c. 4. Sin autem aliquis puries perpetuos habuerit humores, paulum ab ea recedatur et struatur alter tenuis distans ab eo quantum res patietur, et inter duos parietes canalis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TRACTIO — ignominiae poenaeque species. Idatius Fastis, Constantiô III. et Constante II. Consulibus: His Coss. victi Franci a Constante Aug. seu pacati. Tractus Hermogenes. De qua veluti re usitata loquitur Libanius, Orat. de sua Fortuna. Vide quoque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»