-
1 πατέομαι
πᾰτέομαι, Hdt.2.47, Call.Fr. 437, Agathocl.Fr.Hist.6, etc.: [tense] fut. πάσομαι [ᾰ] A.Th. 1041: [tense] aor. ἐπᾰσάμην, [dialect] Ep. also ἐπασσάμην (v. infr.): [tense] plpf.Aπεπάσμην Il.24.642
, elsewh. in Hom. only [tense] aor. :— eat, c. acc.,σπλάγχν' ἐπάσαντο Il.1.464
, etc. ;πασάμην Δημήτερος ἀκτήν 21.76
; also, of drink,νέκταρ ἐπάσαντο Hes. Th. 642
;ταύρου νέον αἷμα πάσηται Nic.Al. 312
: more freq. c. gen. partit., eat of, partake of,σίτοιό τ' ἐπασσάμεθ' ἠδὲ ποτῆτος Od.9.87
;δείπνου πασσάμενος 1.124
; , etc. ; so always in Hdt., 1.73, al.: rarely abs., eat, taste food,πάρος γε μὲν οὔ τι πεπάσμην Il.24.642
. — [dialect] Ep. and [dialect] Ion. word, twice in A.,τούτου σάρκας.. λύκοι πάσονται Th. 1041
; τί κακὸν.. ἐδανὸν ἢ ποτὸν πασαμένα .. ; Ag. 1408 (lyr.) ; once in S., ; twice in Ar., in mock heroic lines, Pax 1092, 1281. —[voice] Act. form [full] πατέω only in Orion 162.20. (Cf. Skt. pitús 'food', Lat. pasco, Goth. fōdjan 'feed', etc.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατέομαι
-
2 κομίζω
Aκομιῶ Od.15.546
, Hdt.2.121.γ, Ar.Ec. 800, etc.; κομίσω only late, as AP6.41 (Agath.): [tense] aor. ἐκόμισα, [dialect] Ep.ἐκόμισσα Il.13.579
,κόμισσα Od.18.322
,κόμισα Il.13.196
; [dialect] Dor.ἐκόμιξα Pi.P.4.159
: [tense] pf.κεκόμικα Hdt.9.115
, etc.:—[voice] Med., [tense] fut. , Th.1.113, etc.; [dialect] Ion. - ιεῦμαι, v. infr. 11.4; late : [tense] aor.ἐκομισάμην Hdt.6.118
, etc.; [dialect] Ep. ἐκομισς- or κομισς-, Od.14.316, Il. 8.284:—[voice] Pass., [tense] fut. - ισθήσομαι Th.1.52, D.18.301: [tense] aor.ἐκομίσθην Hdt.1.31
, Th.5.3, etc.: [tense] pf.κεκόμισμαι D.18.241
: but more freq. in med. sense, v. infr. 11.2: ([etym.] κομέω):—take care of, provide for,τόν γε γηράσκοντα κομίζω Il.24.541
;τόνδε τ' ἐγὼ κομιῶ Od.15.546
;ἐμὲ κεῖνος ἐνδυκέως ἐκόμιζε 17.113
, etc.;κόμισσε δὲ Πηνελόπεια, παῖδα δὲ ὢς ἀτίταλλε 18.322
, cf. 20.68: rare in Trag., A.Ch. 262, 344; receive, treat,φιλίως, οὐ πολεμίως κ. Th.3.65
codd.:—more freq. in [voice] Med.,καί σε.. κομίσσατο ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Il.8.284
, cf. Od.14.316;Σίντιες.. ἄφαρ κομίσαντο πεσόντα Il.1.594
;κομίζεσθαί τινα ἐς τὴν οἰκίαν And.1.127
, cf. Is.1.15:—[voice] Pass., οὔ τι κομιζόμενός γε θάμιζεν not often was he attended to, Od.8.451.2 of things, attend, give heed to,τὰ ο' αὐτῆς ἔργα κόμιζε Il.6.490
, Od.21.350;κτήματα μὲν.. κομιζέμεν ἐν μεγάροισι 23.355
; δῶμα κ., of the mistress of the house, 16.74, etc.;τὸν χρυσόν Hdt.1.153
; ἔξω κ. πηλοῦ πόδα keep it out of the mud, A.Ch. 697:—[voice] Med.,ἔργα κ. Δημήτερος Hes.Op. 393
; Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν μέτρῳ εὖ κομίσασθαι ἐν ἄγγεσιν store up.., ib. 600.II carry away so as to preserve, Ἀμφίμαχον.. κόμισαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν they carried away his body, Il.13.196 (so in [voice] Med., κόμισαί με carry me safe away, 5.359, cf.E.IT 774); of things, τὴν δὲ κόμισσε κῆρυξ the herald took up the mantle, that it might not be lost, Il.2.183; [τρυφάλειαν] κόμισαν.. ἑταῖροι 3.378
, cf. 13.579; later, simply, save, rescue,ἄνδρ' ἐκ θανάτου Pi.P.3.56
;ἄρουραν πατρίαν σφίσιν κόμισον Id.O.2.14
; of the dead, νεκρὸν κ. carry out to burial, E.Andr. 1264, cf. S.Aj. 1397:—in [voice] Med., Is.8.21; also, simply, carry the body home, opp. θάπτω, A.Ch. 683, cf. Hdt.4.71.2 carry off as a prize or booty,χρυσὸν δ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισσε Il.2.875
;κόμισσα δὲ μώνυχας ἵππους 11.738
; τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν four victories they won, Pi. N.2.19;ἔπαινος, ὃν κομίζετον τοῦδ' ἀνδρός S.OC 1411
:—in [voice] Med., Orac. ap. Hdt.1.67:—later freq., get for oneself, acquire, gain, δόξαν ἐσθλήν v.l. in E.Hipp. 432; ; ; τὰ ἆθλα αὐτῆς ib. 621d;κ. τί τινος S.OT 580
;τι παρά τινος Th.1.43
;τι ἀπό τινος X.Cyr.1.5.10
; gather in, reap,καρπόν Hdt.2.14
: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense, ὑμεῖς τοὺς καρποὺς κεκόμισθε you have reaped the fruits, D.18.231;κεκόμισται χάριν Id.21.171
;ὡμολόγει κεκομίσθαι τὴν προῖκα Id.27.14
, cf. Is.5.22; simply, receive, (Halic., iv/iii B.C.); (iii B.C.) ;μισθόν IG42(1).99.24
(Epid., ii B.C.);ἀπ' ἀλλήλων χρείας Phld.D.3
Fr. 84.3 receive a missile in one's body, ἀλλά τις Ἀργείων κόμισε χροΐ (sc. τὸν ἄκοντα) Il.14.456, cf. 463:—[voice] Med., ὡς δή μιν σῷ ἐν χροΐ πᾶν κομίσαιο (sc. τὸ ἔγχος) 22.286.4 carry, convey,κόμισαν δέπας 23.699
, cf. Od.13.68, Hdt.5.83, etc.; κομίζοις ἂν σεαυτόν betake thyself, S.Ant. 444:—[voice] Pass., to be conveyed, journey, travel, by land or sea, Hdt.5.43, etc.; εἴσω κομίζου get thee in, A.Ag. 1035, cf. Pr. 394; κ. παρά τινα betake oneself to him, Hdt.1.73: in this sense [tense] fut. and [tense] aor. [voice] Med. sts. occur,κομιεύμεθα ἐς Σῖριν Id.8.62
;οἳ ἂν κομίσωνται.. ἐς Βαβυλῶνα Id.1.185
;ἔξω κομίσασθ' οἴκων E.Tr. 167
(lyr.).5 bring to a place, bring in, introduce,κόμιζέ νύν μοι παῖδα S.Aj. 530
; import, Pl.R. 370e, etc.; ;κ. τὴν φιλοσοφίαν εἰς τοὺς Ἕλληνας Isoc.11.28
;οἱ κομίσαντες τὴν δόξαν ταύτην Arist.EN 1096a17
, cf. Metaph. 990b2:—in [voice] Med., [τὸν ἀνδριάντα] ἐπὶ Δήλιον Hdt.6.118
;ποίμνας ἐς δόμους S.Aj.63
, cf. Ar.V. 833.6 conduct, escort, τί μέλλεις κομίζειν δόμων τόνδ' ἔσω; S.OT 678 (lyr.), cf. Ph. 841 (hex.), Th.7.29, Pl.Phd. 113d, etc.; κ. ἐξ ὀμμάτων γυναῖκα τήνδε take her from my sight, E.Alc. 1064;κ. ναῦς Th.2.85
;ἄρχοντα Id.8.61
.7 bring back from exile, Pi.P.4.106 (dub.); τεὰν ψυχὰν κ. (from the world below), Id.N.8.44;πάλιν κ. Pl.Phd. 107e
, etc.8 get back, recover, Pi.O.13.59;τέκνων.. κομίσαι δέμας E.Supp. 273
(hex.), cf. 495:—[voice] Med., get back for oneself, , cf. IT 1362;τὴν βασιλείαν Ar.Av. 549
;τοὺς ἄνδρας Th.1.113
, cf. 4.117;τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους κ. Id.6.103
;τὰ πρέποντα Id.4.98
;ἃ νῦν ἀπολαβεῖν οὐ δυνάμεθα διὰ πολέμου, ταῦτα διὰ πρεσβείας ῥᾳδίως κομιούμεθα Isoc.8.22
; esp. of money, recover debts, etc., Lys.32.14, And.1.38, D.4.7, etc.;διπλάσια Lys.19.57
;τόκους πολλαπλασίους Pl.R. 556a
, etc.;κ. τιμωρίαν παρά τινος Lys.12.70
; κ. τὴν θυγατέρα take back one's daughter (on the death of her husband), Is.8.8.9 metaph., rescue from oblivion,ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ' ἐκόμισαν Pi.N.6.30
.10 bring, give,θράσος.. ἀνδράσι θνῄσκουσι κ. A.Ag. 804
(anap.):—[voice] Act. and [voice] Med. combined, χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται gives all things and gets them back again, Men.Mon. 539, cf. 89, 668.12 Medic., extract, remove, Gal.2.632.III [voice] Pass., come or go back, return, Hdt.4.76,al.;ἐκομίσθησαν ἐπ' οἴκου Th.2.33
, cf. 73;κομισθεὶς οἴκαδε Pl.R. 614b
. -
3 βρίθω
Aβρίθῃσι Od.19.112
: [dialect] Ep. [tense] impf.βρῖθον 9.219
: [tense] fut.βρίσω B.9.47
, [dialect] Ep. inf. : [tense] aor.ἔβρῑσα Il.12.346
, etc.: [tense] pf.βέβρῑθα 16.384
, Hp.Mul.2.133, E.El. 305: [tense] plpf.βεβρίθει Od. 16.474
:—[voice] Pass. (v. infr.):—poet. Verb (also in later Prose, v. infr.), to be heavy or weighed down with, c. dat.,σταφυλῇσι βρίθουσαν ἀλωήν Il.18.561
;βρίθῃσι δὲ δένδρεα καρπῷ Od.19.112
, cf. 16.474; ὑπὸ λαίλαπι.. βέβριθε χθών (sc. ὕδατι) Il.16.384; βότρυσι, καρποῖς, Jul. Or.3.113a, 7.230d: metaph.,ἀλάστωρ ξίφεσι βρίθων E.Ph. 1557
(lyr.);ὄλβῳ β. Id.Tr. 216
(lyr.);πίνῳ.. βέβριθα Id.El. 305
;κάτω β. περὶ τὴν ὔλην Iamb.Myst.5.11
.2 c. gen., to be laden with or full of, ; ;πεδιὰς βρίθουσα ζῴων καὶ φυτῶν Ph. 2.217
.3 c. acc.,βούβρωστις φόνον βρίθουσα Epigr.Gr.793.4
.4 abs., to be heavy, ἔρις.. βεβριθυῖα ( = βαρεῖα) Il.21.385;εὔχεσθαι.. βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν Hes. Op. 466
; so in Hp. and later Prose, ᾗ ἂν.. βρίσῃ wherein the weight is thrown, Hp.Flat.10; βεβρίθασιν οἱ τιτθοί are loaded, Id.Mul.2.133, cf. Ph.1.330, etc.;ἐς γόνατα ἡ κεφαλὴ β. Philostr.Im.1.18
: but rare in [dialect] Att., βρίθει ὁ ἵππος bows or sinks, Pl. Phdr. 247b; ὅταν βρίσῃ [ὁ κύκλος] ἐπὶ θάτερον μέρος inclines to one side, Arist.Pr. 915b3: metaph., πᾷ τύχα βρίσει how Fortune will incline the scales, B.9.47.II of men, outweigh, prevail,ἐέδνοισι βρίσας Od.6.159
: abs., have the preponderance in fight, prevail,ὧδε γὰρ ἔβρισαν Αυκίων ἀγοί Il.12.346
;τῇ δὲ γὰρ ἔβρισαν.. Ἕκτωρ Αἰνείας τε 17.512
; βρίσαντες ἔβησαν charged with their might, ib. 233; later εὐδοξίᾳ β. to be mighty in.., Pi.N.3.40;εἰ.. χειρὶ βρίθεις ἢ πλούτου βάθει S.Aj. 130
.III trans., weigh down, load,ὅσπερ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ Pi.N.8.18
;τάλαντα βρίσας A.Pers. 346
.2 [voice] Pass., to be laden, μήκων καρπῷ βριθομένη laden with fruit, Il.8.307; μόροισι βρίθεται [ἡ βάτος] A.Fr. 116; τῷ δ' οὐ βρίθεται [ἡ τράπεζα]; E.Fr. 467; ἐβρίθοντο ἀϊόνες [σώμασι] Tim.Pers. 108;πλοῦτον χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ -όμενον Jul.Or.2.86b
: c. gen.,πέτηλα βριθόμενα σταχύων Hes.Sc. 290
;συμποσίων.. βρίθοντ' ἀγυιαί B.Fr.3.12
;βριθομένης ἀγαθῶν τραπέζης Pherecr.190
(hex.);βριθομένη χαρίτων AP5.193
(Posidipp. or Asclep.): abs.,ἄξονες βριθόμενοι A.Th. 153
(lyr.). (Cf. βρῖ.)
См. также в других словарях:
ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… … Dictionary of Greek
εκτελής — ἐκτελής, ές (Α) 1. τέλειος, τελειωμένος («τὰ δ ἀγάθ ἐκτελῆ γενέσθαι», Αισχ.) 2. α) (για σιτηρά) ώριμος («εὔχεσθαι δὲ ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν», Ησίοδ.) β) (για πρόσ.) «ἤδη πεφυκότ ἐκτελῆ νεανίαν» που είναι πλέον ώριμος νέος, Ευριπ.) … Dictionary of Greek